Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Ο σελιδοδείκτης των ΒιβλιοΑναφορών σταματά...

...στις σελίδες 346-9 στα Λιανοκέρια της μικρής Πατρίδας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου!
(Ο Παύλος Μελάς και το Σώμα του φτάνει στην Μονή Αγίου Νικολάου Καστοριάς μετά από μια ανησυχητική καθυστέρηση (τους περίμεναν 10 μέρες νωρίτερα) για όσους τους ανέμεναν. Η σκηνή της άφιξης που περιγράφει ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου είναι τόσο όμορφα δοσμένη που προκαλεί συγκίνηση, δέος και αισθήματα τιμής για σύμβολα όπως είναι η σημαία(που κάποιοι στις μέρες μας την λοιδορούν, κάποιοι την καπηλεύονται, κάποιοι την καίνε, κάποιοι την προδίδουν ...) και ανθρώπους που τάχθηκαν στον Αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και πότισαν τις ίνες της γαλανόλευκης με το αίμα τους.


     Ξημέρωνε Κυριακή κι όλοι οι μοναχοί ήταν μαζεμένοι στο καθολικό για τον όρθρο. Μόλις είχε σημάνει το τρίτο τάλαντο, όταν χτυπήματα ακούστηκαν στη δρύινη εξώπορτα του μοναστηριού. Ο ηγούμενος διέκοψε την Ενάτη Ωδή, μόλις άκουσε τον βαρύ γδούπο. Αχάραγα ήταν ακόμη, το αχνό φως ίσα που ξάνοιγε λιγάκι τα μικρά παραθύρια της εκκλησιάς. Το εσωτερικό της φωτίζονταν από τα κεριά στα μανουάλια και από τα λιγοστά καντήλια που έκαιγαν μπροστά στα εικονίσματα και στο σκαλιστό τέμπλο...
     «Ποιος να είναι τέτοια άγρια ώρα;» αναρωτήθηκε αναστατωμένος ο ηγούμενος. Δεν ήταν συνηθισμένοι σε επισκέψεις, πολύ περισσότερο πριν χαθούν ακόμη καλά καλά τα μαύρα σκοτάδια της νύχτας. 
     «Κάποιος πιστός για τη Θεία Λειτουργία που θα ακολουθήσει;» αναρωτήθηκε ο γέρος Ιωακείμ που έστεκε στο ψαλτήρι δίπλα στην Ιερή Πύλη.
      Κράτησαν ησυχία για λίγο και τέντωσαν τα αυτιά τους. Για μια δυο στιγμές δεν ακούστηκε τίποτα πέρα από το τσιτσίρισμα του λαδιού που καιγόταν στα καντήλια. Κατόπιν οι χτύποι άρχισαν  δυνατότεροι και πιο πυκνοί. 
     «Σύρε παιδί μου να δεις ποιος είναι» έδωσε εντολή ο ηγούμενος στο καλογεροπαίδι που κράταγε το θυμιατό. 
     «Δεν είναι ένας, είναι πολλοί» δήλωσε με σιγουριά ο γέροντας Ιωακείμ. «Καλύτερα να μην πάει το παιδί, θα αγριευτεί. Καλύτερα να πάω εγώ» προθυμοποιήθηκε.«Έρχομαι μαζί σου...»
      «Όχι!» τον έκοψε απότομα ο γέροντας. «Πρέπει να μείνεις να ολοκληρώσεις τον όρθρο...»
     Ο ηγούμενος... συνέχισε την ωδή που είχε αφήσει στην μέση, απλώνοντας τα χέρια μπροστά και σηκώνοντας ταπεινά το βλέμμα στο κέντρο της οροφής...
       Όταν τα κατέβασε, το στόμα του έμεινε ορθάνοικτο... συνέχισε την ψαλμωδία με χείλη τρεμάμενα...
    Συνάμα, ένα σούσουρο σηκώθηκε μέσα στο μικρό καθολικό από τους καλογέρους που σταυροκοπιόνταν...
        Μέσα στο χαμηλόσκεπο ιερό χώρο, ανάμεσα σε υποβλητικές σκιές και φωτισμούς είχαν μπει, ευλαβικά, μια τριανταριά αντρικές μορφές. Τα πρόσωπά τους κουρασμένα και ταλαιπωρημένα, ίδια με τα λιπόσαρκα των αγίων στα εικονίσματα ...Μπροστά τους βάδιζε αργά ένας άντρας ψηλός, ευθυτενής με μουστάκι και πυκνά μαύρα μαλλιά.            Πήρε ένα κερί, το άναψε κι έπειτα γονάτισε, προσευχήθηκε και φίλησε την εικόνα του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας. Κατόπιν έβγαλε από τον ταλαιπωρημένο, πέτσινο γυλιό του και φίλησε συγκινημένος μια σημαία. Γαλανόλευκα τα χρώματα της, φώτισαν όλο το εσωτερικό του ναού και τα δακρυσμένα από χαρά μάτια των δεκαπέντε καλογέρων.
      Έχοντας σφικτά κλεισμένη στην αγκαλιά του τη γαλανόλευκη, προχώρησε στην Ιερή Πύλη κι έφτασε μπροστά στον ηγούμενο. Γονάτισε και τον ασπάστηκε ζητώντας την ευχή του... 
     «Είσαι αξιωματικός παιδί μου;» ρώτησε ο ηγούμενος βλέποντας το εθνόσημο στο καλπάκι του άντρα.
      «Είμαι ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού. Το όνομά μου είναι Παύλος Μελάς... Εδώ στη Μακεδονία θα με φωνάζουν Μίκη Ζέζα...»


---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

      Ο Παύλος Μελάς (Μασσαλία, 29 Μαρτίου 1870 – Στάτιστα Καστοριάς, 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού και μακεδονομάχος.
      Σε συνεργασία με το γυναικαδελφό του Ίωνα Δραγούμη αναμίχθηκε στις μακεδονικές υποθέσεις και στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα, συμμετέχοντας στο Μακεδονικό Κομιτάτο. Το Μάρτιο του 1904 ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς που στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση να πραγματοποιήσουν μια αναγνωριστική περιοδεία στη δυτική Μακεδονία, η οποία κατέληξε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα. Τον Ιούλιο επισκέφθηκε ιδιωτικά την Κοζάνη και τη Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή. Τον Αύγουστο διορίστηκε αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη φορά στην τουρκοκρατούμενη τότε περιοχή της Μακεδονίας, αυτή τη φορά επικεφαλής ένοπλου σώματος. Με τους άνδρες του περιηγήθηκε σε χωριά της περιοχής δρώντας εναντίον εξαρχικών σλαβοφώνων. 
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.

Πηγή: sansimera.gr


Δήμητρα Κωλέτη

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Το καπλάνι της βιτρίνας-Άλκη Ζέη


     «Το καπλάνι της βιτρίνας» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέης, γράφτηκε το 1963 όταν ήταν εξόριστη στη Μόσχα ως πολιτική πρόσφυγας, θεωρείτε αυτοβιογαφικό, το 1968 βραβεύτηκε στις ΗΠΑ ως το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο ενώ το 2007 πήρε το βραβείο Άντερσεν. 

      Πρωταγωνιστές του βιβλίο είναι δυο μικρές αδερφές, η Μυρτώ και η Μέλια, με την δεύτερη να μας αφηγείται την ιστορία του καπλανιού. Τι είναι τώρα το καπλάνι; Ένας βαλσαμωμένος τίγρης που έχει ένα μάτι μαύρο κι ένα μπλε, το μαύρο το ανοίγει, στην φαντασία των παιδιών, όταν είναι θυμωμένο ή για να προμηνύσει μια μεγάλη δυσάρεστη αλλαγή ενώ το μπλε στις μέρες της νηνεμίας, και βρίσκεται στην βιτρίνα της σάλας του σπιτιού τους. Το καπλάνι αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον ξάδελφο των κοριτσιών, τον Νίκο, που είναι φοιτητής στην Αθήνα και που κάθε καλοκαίρι τον περιμένουν μαζί με την παρέα φίλων στα τσαρδάκια του Λαμαγαρίου να γυρίσει στο νησί τους, στην Σαμο, και να τους διηγηθεί τις εμπνευσμένες ιστορίες του με πρωταγωνιστή το καπλάνι. 
     Αυτά το καλοκαίρι, γιατί τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου η ζωή των κοριτσιών κινείται γύρω από τους αρχαίους μύθους που τους διηγείται ο παππούς τους που αγαπά τους αρχαίους και τον αποκαλούν σοφό, κατά την διάρκεια της κατ' οίκον διδασκαλίας μιας και τα κορίτσια δεν πηγαίνουν σε δημόσιο σχολείο λόγω πληρότητας και σε ιδιωτικό λόγω υψηλών διδάκτρων. Τα βράδια πριν κοιμηθούν δεν λένε καληνύχτα η μία στην άλλη, το καληνύχτισμά τους είναι ένα κωδικοποιημένο νοιάξιμο: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; (Ευτυχισμένη; Λυπημένη;) ρωτά η μία την άλλη και όταν ο ψυχικός κόσμος της ερωτώμενης είναι ήρεμος και ικανοποιημένος απαντά ΕΥ-ΠΟ όταν είναι ανταριασμένος ΛΥ-ΠΟ.
     Η ανία τους πάει πάντα διακοπές το καλοκαίρι, τότε που οι μικρές πηγαίνουν να παραθερίσουν με τον παππού, την θεία Δέσποινα και την Σμηρνιά υπηρέτρια, την Σταματίνα, στην περιοχή του Λαμαγαρίου και συναντούν την παρέα τους όπου και χαίρονται το παιχνίδι, τη θάλασσα... Συναντούν και τον Νίκο που επιστρέφει στο νησί και τους παρασύρει στις ιστορίες του καπλανιού.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Οι κόρες της Ελλάδας 2: Ο διχασμός-Φιλομήλα Λαπατά

     Στο 2ο βιβλίο της σειράς ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, στο «Διχασμό», η κόρη της Λέγκως Βαρβαρέσου, της ηρωίδας του 1ου βιβλίου, και του  Ροβέρτου Δούκα καταγράφει στο ημερολόγιο της τα γεγονότα και τις επιλογές τόσο της δικής της ζωής όσο και των προγόνων της καθώς όπως εύστοχα σημειώνει: «Είναι όλα αποτυπωμένα στα κόκαλά μου, μπλεγμένα στη μυστική αρχιτεκτονική των οστών μου. Έχουν τη δική τους μυστική αρχιτεκτονική τα οστά μας. Αυτό έχω καταλήξει να πιστεύω. Εκεί, πάνω στη λεία επιφάνεια τους, χαραγμένο βρίσκεται όχι μόνο το δικό μας παρελθόν, αλλά και αυτό των προγόνων μας». (σελ.36) Γράφει λοιπόν για την ζωή της, τις λανθασμένες επιλογές της που διχάζουν το είναι της και το άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον, γράφει για την ζωή των προγόνων της γιατί όλα είναι κρίκοι άρρηκτα συνδεδεμένοι στην αλυσίδα του πεπρωμένου της. 
      Λίγο πριν όμως η Ελισάβετ πιάσει την πένα της και γεμίσει τις σελίδες του ημερολογίου της με πάθη, διχασμούς, και αναπόφευκτα γεγονότα η αγαπημένη συγγραφέας Φιλομήλα Λαπατά μας περιγράφει την Αθήνα του 1843, την πρωτεύουσα από το 1833 του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, με τους φανοκόπους να ανάβουν στους ασχημάτιστους δρόμους τα φανάρια του λαδιού, με τα σκίνα να ευωδιάζουν και να καλύπτουν την μυρωδιά των Κατσικάδικων, με τους γυρολόγους να διαλαλούν την πραμάτεια τους, την Αθήνα που κάτω από την αίγλη της Ακρόπολης μα και την παρέμβαση υπό την μορφή δανείων (τι μας θυμίζει αυτό...;) των Μεγάλων Δυνάμεων μαγνητίζει με το εμβληματικό παρελθόν της. 
     Σ’ αυτή την Αθήνα του 1843 στις 4 Σεπτεμβρίου, σε μια σημαντική ιστορική στιγμή για την Ιστορία της Ελλάδας, μιας και ο Όθωνας μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου παραχωρεί Σύνταγμα, απέναντι από τα Ανάκτορα, στο μέγαρο Δούκα έρχεται στην ζωή η Ελισάβετ Δούκα. Λίγο πριν η νύχτα αποσύρει τον μανδύα της στα σκαλιά του ίδιου μεγάρου η πόρνη Ζηνοβία Σπίνου αφήνει τη νόθα κόρη της. Η Λέγκω τότε θα αγκαλιάσει με στοργή τα δύο μωρά και θα αποφασίσει να τα μεγαλώσει με την ίδια αγάπη, το ίδιο δόσιμο. Έτσι η Ελισάβετ και η  Οδύσσεια θα μεγαλώσουν μαζί σαν αδερφές μέσα στην πολυτέλεια και τις ανέσεις της μεγαλοαστικής οικογένειας τους. 

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Η ματωμένη αρχόντισσα-Λία Ζώτου & Θοδωρής Καραγεωργίου

     Στην Ματωμένη αρχόντισσα των Λία Ζώτου και Θοδωρή Καραγεωργίου πρόσωπα απλά, καθημερινά, πρόσωπα που τα ονόματά τους δεν καταχωρήθηκαν στις σελίδες της επίσημης Ιστορίας μας μεταφέρουν στην προεπαναστατική και επαναστατημένη Ελλάδα του 1821 φτάνοντας έως το 1833 και στην άφιξη του Όθωνα. Φιλέλληνες του εξωτερικού, αμούστακα παιδιά και αρχοντοπούλες δρουν ο καθένας από το δικό του μετερίζι για την απελευθέρωση της σκλάβας Ελλάδας, που όπως εύστοχα παραλληλίζει ένας από τους ήρωες του κειμένου, η Ελλάδα είναι για τους υποστηριχτές της απελευθέρωσης της: «Μια γυναίκα λεβέντισσα, μια γυναίκα αρχόντισσα που στέκει περήφανη κι αγέρωχη. Με τη λευκή την πουκαμίσα της, τη χρυσοποίκιλτη φορεσιά της. Μπορώ, θαρρείς, ν’ αγγίξω το υφάδι της. Μία γυναίκα στριμωγμένη στη γωνιά, απ’ όλους σας κυκλωμένη. Μα πάνω της βαστάει λεπίδι, και το ’χει πιότερο να πεθάνει παρά να πέσει στα βρομερά σας χέρια!» 
     Η αφήγηση ξεκινά το 1818 στην Οδησσό με την μυστική ορκωμοσία ενός έμπορα, του Αντρέα Παππά,  ο οποίος γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ο Αντρέας ορκίζεται πως θα διαδώσει το όραμα της Εταιρίας και θα εργαστεί για την Επανάσταση που όλο και πλησιάζει. Προσεγγίζει λοιπόν με προσοχή καπεταναίους, έμπορους και ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Ελβετός τυπογράφος Λούκας που δίνεται ψυχή τε και σώματι για την απελευθέρωση του Έθνους, και τους μυεί στην οργάνωση και στους σκοπούς της.
          1821...
      Η Ελλάδα φλέγεται. Αμούστακα παιδιά, όπως ο Φώτος και η αδερφή του η Αμαλία από την Χίο, ο Παναγής το κλεφτόπουλο, ο Σουλιώτης Κίτσος και η Δροσή που μαζί με την δεκατριάχρονη Αϊσέ το σκάνε από το χαρέμι του Αλί Πασά περιδιαβαίνουν την Ιστορία και μας μεταφέρουν τον παλμό των εξεγερμένων.  Κάθε πρόσωπο προσφέρει στον Αγώνα: ο Φώτος γίνεται μπουρλοτιέρης στο πλευρό του θρυλικού Κανάρη, η Αμαλία μετά την Σφαγή της Χίου πιάνει την πένα και με όπλο τον λόγο διαφωτίζει και εμψυχώνει, με την βοήθεια του Λούκας και του Αντρέα που θα ερωτευτεί και θα γίνει τελικά ο άντρας της, το λαό, ο Παναγής μπαίνει στη στρατιά του Κολοκοτρώνη και απελευθερώνει την σκλαβωμένη Πελοπόννησο, ο Κίτσος υπερασπίζεται το πολιορκημένο Μεσολόγγι...
       Αντρέας, Λούκας, Αμαλία, Κίτσος, Δροσή... Πρόσωπα. Χίος, Σούλι, Μεσολόγγι, Τριπολιτσά, Ναύπλιο. Και μέρη επαναστατημένα.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Το δικό μου top βιβλίων για το 2018!

     Η χρονιά έφυγε. Το άρθρο αυτό θα έπρεπε να γραφτεί πριν το 2018 δώσει την σκυτάλη στον αντικαταστάτη του..., άλλα τι κι αν χρονικά είναι αργοπορημένο; Το άρθρο θα γραφτεί! Και γιατί; Η απάντηση είναι απλή: γιατί το top βιβλίων της χρονιάς είναι θεσμός για τις ΒιβλιοΑναφορές!
     Μέσα στις μέρες λοιπόν του 2018 το βιβλίο μου κράτησε την καλύτερη συντροφιά απομακρύνοντάς με απ' την ρουτίνα της καθημερινότητας και προσφέροντάς μου ταξίδια απλόχερα σε κόσμους που η Λογοτεχνία παίρνει το πάνω χέρι!

     Έτσι η λίστα με τα top αναγνώσματα μου για το 2018 είναι η ακόλουθη:

1.Ένα υπέροχο, ατμοσφαιρικό, ιστορικό βιβλίο: Ιστορία χωρίς όνομα: Το κρυφό πάθος της Πηνελόπης Δέλτα του Στέφανου Δάνδολα

2. Ένα μάθημα ζωής που σε παρασύρει στην Ιστορία της μακεδονικής γης:  Γυναίκες της μικρής πατρίδας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου

3. Ένα φιλοσοφημένο οδοιπορικό:  Γινάτι: Ο σοφός της λίμνης του Γιάννη Καλπούζου

4. Ένα κοινωνικό θρίλερ που καθηλώνει: Αμαλία του Σπύρου Πετρουλάκη

5. Ένα βιβλίο που αποτυπώνει τον Διχασμό  κάνοντάς τον βίωμα στον αναγνώστη: Η Αγαπητικιά της Σόφης Θεοδωρίδου

6. Αστυνομικό θρίλερ που... μαγεύει: Η Μάγισσα της Cailla Lackberg

7. Ένα βιβλίο γροθιά στο στομάχι: Ο δερματοστίκτης του Άουσβιτς της Heather Morris