Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς - Θοδωρής Παπαθεοδώρου

Και η Ιστορία συνεχίζεται….. Μέσα από τις ιστορίες των μανάδων που ο αδελφοκτόνος πόλεμος άφησε τις αγκαλιές τους άδειες και τις καρδιές τους πληγωμένες να στάζουν αίμα και παράπονο, ο συγγραφέας Θοδωρής Παπαθεοδώρου, μετά τις κόρες, δίνει τη σκυτάλη στις μάνες όπου και μας παρουσιάζουν το κλίμα και τα γεγονότα που ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά με την ήττα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ φτάνοντας έως και τον προτελευταίο χρόνο του Εμφυλίου, δηλαδή το 1948. Παρά την συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945 το κλίμα ανάμεσα στις δυο παρατάξεις όλο και δυναμιτίζεται επηρεάζοντας έτσι την πορεία της Αγγέλας, της Μέλπως, της Αριάδνης καθώς και της πατρίδας όπου και μπαίνει τον Μάρτιο του 1946 στην τρίτη και τελική φάση του Εμφυλίου.
Με πόνο καρδιάς λοιπόν παρακολουθούμε την αγωνιώδη και ψυχοφθόρα προσπάθεια της Αριάδνης να εντοπίσει την κορούλα της που με την αποχώρηση των ηττημένων ανταρτών από την Αθήνα στις αρχές του ’45 σύρθηκε ως όμηρος μαζί με χιλιάδες άλλους αστούς στα βουνά ώστε να χρησιμοποιηθούν ως κάλυψη και μέσο για τις μελλοντικές τους διαπραγματεύσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις, την Μέλπω που δέχεται όλη την βία και το κυνήγι από τις παρακρατικές εθνικιστικές οργανώσεις που οργιάζουν και από το ίδιο το κράτος το οποίο το 1946 την οδηγεί στον Αϊ Στράτη όπου και δέχεται, για ένα χρόνο, αλύπητα την σαδομαχιστική συμπεριφορά των φυλάκων του ξερονησιού καθώς και την Αγγέλα που μέσα σ’ αυτά τα μπαρουτοκαπνισμένα χρόνια συναντά τα παιδιά τις ελάχιστες φορές εντείνοντας έτσι την αγωνία της για τις ζωές τους ειδικά τώρα(1948) που όπως όλα δείχνουν η μάχη των μαχών προετοιμάζεται και είναι σχεδόν σίγουρο πως θα δοθεί έχοντας για κεντρικό πεδίο σύγκρουσης τον Γράμμο και το χωριό της, το Μυριόφυλλο.
Το όργιο βίας, οι σφαγές που έλαβαν χώρα και από τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις σε όλο τον ελλαδικό χώρο εις το όνομα της ελευθερίας, η μετάλλαξη των ανθρώπων σε θηρία, το αδελφικό αίμα που χύθηκε καθώς και τα βασανιστήρια των σκοτεινών αυτών εποχών με σόκαραν με την ωμότητά τους. Η ιστορία της Αριάδνης και της κορούλας της Κατερίνας με συγκινεί κατάτι περισσότερο καθώς μου δείχνει ακράδαντα πως το μεγαλύτερο θύμα όλων σε μια σύρραξη είναι ο άμαχος πληθυσμός. Αυτός δηλαδή που βρίσκεται ανάμεσα στις δυο παρατάξεις και δέχεται, χωρίς να μπορεί να προστατεύσει τον ίδιο του τον εαυτό, τα ανεξέλεγκτα πυρά τους.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Οι κόρες της λησμονιάς - Θοδωρής Παπαθεοδώρου

«Οι κόρες της λησμονιάς» είναι το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου, στην οποία ο συγγραφέας μέσα από τους χάρτινους ήρωες του μας παρουσιάζει τα γεγονότα και το παρασκήνιο του Εμφύλιου πολέμου. Το διαβάζω για δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν το 2009, και όπως τότε έτσι και τώρα η συγκίνηση των υποθέσεων των τριών κεντρικών ηρωίδων, της Αγγέλας, της Μέλπως και της Αριάδνης, η αντικειμενική πληροφόρηση της Ιστορίας, η κινηματογραφική δομή καθώς και η ποιητική, σε πολλά σημεία, γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με κάνουν να χαρακτηρίσω το εν λόγω βιβλίο ως ένα αριστούργημα. Είναι από τα βιβλία, μαζί με τα τρία επόμενα της σειράς, που νιώθω την ανάγκη να κάνω μια ΒιβλιοΑναφορά και να μιλήσω για αυτό-ά με σκοπό να τα μάθει όσο γίνεται περισσότερος κόσμος καθώς μέσα από τις ιστορίες των τριών γυναικών, των τριών μανάδων μαθαίνουμε την Ιστορία του Εμφυλίου και την πραγματική έκταση του που δεν είναι άλλη από τον σπαραγμό και την εξαθλίωση όλων των εμπλεκομένων του. Διαβάζοντάς το διαπιστώνουμε την ματαιότητα του πολέμου και δη του Εμφυλίου καθώς Κουμουνιστές, δεξιοί-ακροδεξιοί και κυρίως ο άμαχος πληθυσμός πλήττονται από τις απάνθρωπες ενέργειες των πρώτων οδηγώντας έτσι τους εαυτούς τους στην θηριωδία ενώ τους αμάχους στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Από όλον αυτόν τον σπαραγμό οι πάντες βγαίνουν χαμένοι στο σώμα αλλά κυρίως στην ψυχή και στην συνείδηση κάτι φυσικά που γίνεται ολοφάνερο σελίδα τη σελίδα.
«Οι κόρες της λησμονιάς» φωτίζουν και εστιάζουν, μέσα από την ιστορία των τριών τραγικών μανάδων και των προσώπων που τις περιτριγυρίζουν, τα γεγονότα των Δεκεμβριανών. Η ιστορία του θα ξεκινήσει, στο πρώτο μέρος του, από τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Το 1943 λοιπόν βρίσκει την Αγγέλα στο ελεύθερο από τους αντάρτες Μυριόφυλλο, ένα χωριό στις κορυφογραμμές του Γράμμου, να αγωνιά εκτός για τον αγνοούμενο από την αρχή σχεδόν της Κατοχής σύζυγό της και για τα δυο της βλαστάρια, τον Λιάκο και την Γιάννα, που ακολούθησαν τους αντάρτες, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, στα βουνά και στον Αγώνα, την Μέλπω στην Θεσσαλονίκη να προσπαθεί μέσα από τις αναπολήσεις της που συμπεριλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου την κόρη της Φανή, η οποία βρίσκεται στα βουνά του Γράμμου, να ξεπεράσει την άσχημη εμπειρία της στα μπουντρούμια της Ασφάλειας όπου σύρθηκε με την κατηγορία της κουμουνίστριας και την Αριάδνη στην Αθήνα να μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην φροντίδα της κόρης της Κατερίνας και στην δουλειά της ως νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού καθώς και στην προσφορά της ως εθελόντρια στους φιλανθρωπικούς οργανισμούς που προσπάθησαν να προσφέρουν παρηγοριά αλλά κυρίως τροφή στον εναπομείναντα αστικό πληθυσμό που τον ζοφερό χειμώνα του ’41-'42 θυσιάστηκε στο βωμό του ιμπεριαλισμού του Γ’ Ράιχ. Η λήξη του πολέμου θα τις γεμίσει αισιοδοξία για καλύτερες μέρες και προσμονή για συναντήσεις. Οι ελπίδες τους όμως θα κρατήσουν ούτε δυο μήνες καθώς ο Δεκέμβρης του ’44 και τα γεγονότα του που πλησιάζουν κουβαλούν για τις ηρωίδες μας αίμα, θυσίες, περπάτημα, αποχωρισμούς, όλεθρο και παράνοια.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Στεφάνι από ασπάλαθο - Σόφη Θεοδωρίδου

Άρτιο, συγκινητικό, ατμοσφαιρικό, ανθρώπινο και με περιγραφές τέτοιες που να γεννούν τον θαυμασμό του αναγνώστη για την συγγραφική δεινότητα της συγγραφέως είναι κάποιες από τις λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν το νέο βιβλίο της Σόφης Θεοδωρίδου, το «Στεφάνι από ασπάλαθο»
           Αν η συγγραφέας ήθελε να αποτυπώσει στο χαρτί το κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, μιας Ελλάδας που οι πληγές του Εμφυλίου αιμορραγούσαν και έπνιγαν στο αίμα τις ακόμα και ανθρώπους που επί της ουσίας δεν είχαν εμπλακεί στην σύρραξη, όπως η ηρωίδα μας η Κασσιανή, τότε το πέτυχε απόλυτα καθώς κατόρθωσε με την γλαφυρή και ευαίσθητη πένα της να με μεταφέρει στον χωροχρόνο και να με κάνει να νιώσω με όλες μου τις αισθήσεις την εποχή που η Ιστορία έκανε με την αεικίνητη δύναμή της τους ανθρώπους της και τις ζωές τους μαριονέτες στο θίασο της.
 Η πλοκή του, οι χαρακτήρες και η οπτική γωνιά που προσεγγίζει την ιστορία, αυτή δηλαδή της γυναίκας που μένει πίσω να αντιμετωπίσει την εχθρική κοινωνία της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας και να επωμιστεί τον αντίκτυπο των πράξεων του αντάρτη-αριστερού συζύγου της, με κέρδισαν από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Η γραφή της είχε τόση δύναμη που πολλές από τις σκηνές του κειμένου κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στα βλέφαρα μου και να πάρουν οπτική διάσταση κάνοντάς με έτσι κοινωνό τους. Πόσες φορές αλήθεια ένιωσα ότι βρισκόμουν σε μια γωνιά του σπιτιού της Κασσιανής και έβλεπα αλλά κυρίως ένιωθα στα χείλια μου την πίκρα που άφηναν οι συμφορές της…..!
Η ιστορία της ηρωίδας μας ξεκινά το καλοκαίρι του 1939. Το πλατωνικό φιλί που θα ανταλλάξει με τον δεκαοχτάχρονο Λυκούργο θα γίνει αντιληπτό από τον ιεροκήρυκα και θερμό υποστηρικτή του Μεταξικού καθεστώτος πατέρα της κάτι που θα τον οδηγήσει στην επιβολή της άκαρδης και απάνθρωπης τιμωρία της. Η δεκαπεντάχρονη Κασσιανή θα διωχθεί, μετά τον ξυλοδαρμό της, από το πατρικό της και θα ακολουθήσει τον Λυκούργο στο σπίτι των γονιών του όπου και μετά από λίγο καιρό θα τον παντρευτεί. Από εκεί και πέρα θα παρακολουθήσουμε την πορεία της ζωής της, μια πορεία στην οποία οι δρόμοι της, άλλοτε μαζί με τον Λυκούργο και άλλοτε ολομόναχη, περνούν μέσα από τα ζοφερά και κακοτράχαλα χρόνια της Κατοχής, του Εμφύλιου και του κοινωνικού αποκλεισμού που φέρει η επιλογή του Λυκούργου να εμπλακεί στον αδελφοκτόνο σπαραγμό. Η ιστορία της θα φτάσει έως το λυκαυγές της δεκαετίας του ’50, δέκα χρόνια δηλαδή μετά την λήξη του Εμφυλίου και είκοσι μετά τον γάμο της που όπως λέει και η ίδια ένιωσε πως το στεφάνι του ήταν φτιαγμένο από αγκαθωτό ασπάλαδο……

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Η μεγάλη χίμαιρα-Μ.Καραγάτσης

«Η μεγάλη χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας ψυχογραφεί εντέχνως την ηρωίδα του, την Μαρίνα,  παρουσιάζοντας μας μ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο την ψυχοσύνθεση της ίδιας αλλά ίσως των περισσότερων γυναικών. Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί μαζί με το «Γιούγκερμαν» και το «Συνταγματάρχης Λιακπιν» τριλογία με κεντρικό τίτλο «Εγκλεισμός κάτω από τον Φοίβο». Το βιβλίο γράφτηκε και πρωτοεκδόθηκε το 1936 τιτλοφορούμενο ως «Χίμαιρα», ένα τίτλο που θα τον κρατήσει για δεκαεφτά χρόνια, έως δηλαδή και το 1953, όπου και κυκλοφορεί αναθεωρημένη έκδοση του με τον τίτλο που έως και σήμερα θα το συνοδεύει: «Η μεγάλη χίμαιρα».
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις μεγάλες ενότητες. Στις αρχικές σελίδες της 1ης ενότητας (23-170 σελ.), ο συγγραφέας εστιάζει στην ζωή της ηρωίδας μας της Μαρίνας, πριν την συνάντησή της με τον άντρα της Γιάννη, στο τραυματικό σοκ που υπέστη από την ερωτική συμπεριφορά της μητέρας της, η οποία και ασκούσε στην διπλανή κάμαρα του πατρικού της το επάγγελμα της πόρνης, ενώ στις τελευταίες της στην συνάντησή της με τον πλοίαρχο και εφοπλιστή Γιάννη Ρεΐζη, στην εγκατάσταση της στο κυκλαδίτικο νησί, αυτό της Σύρου καθώς και στον γάμο της μαζί του. Ακολουθεί η 2η (171-270 σελ.) στην οποία βλέπουμε τον έγγαμο βίο, την συμβίωση με την καχύποπτη πεθερά, την γέννηση της κορούλας τους Άννας, την υποβόσκουσα ερωτική έλξη της Μαρίνας για τον κουνιάδο της Μηνά, την οικονομική ευμάρεια του ζευγαριού καθώς και την κοινωνική τους ζωή, η οποία όμως, στις τελευταίες σελίδες της ενότητας αυτής, θα αλλάξει άρδην μετά την οικονομική περιπέτεια στην οποία θα εμπλακεί η οικογένεια Ρεΐζη όταν το ένα από τα δυο καράβια του Γιάννη θα βουλιάξει αύτανδρο. Τέλος στην 3η (271-439 σελ.) και τελευταία ενότητα παρακολουθούμε την κορύφωση του δράματος όπου η μοναξιά, η μελαγχολία, η ερωτική δίψα, η αρρώστια της Άννας και η αποκάλυψη της μοιχείας οδηγούν την Μαρίνα στην δική της λύτρωση.
Οι τέσσερις βασικοί χαρακτήρες αυτοί της Μαρίνας, του Γιάννη, του αδερφού του, του Μηνά και της μητέρας της οικογένειας, της Άννας Ρεΐζης είναι άριστα σκιαγραφημένοι από την πένα του συγγραφέα κάτι που κάνει τους ήρωες απόλυτα κατανοητούς και οικείους. Η γραφή του Μ. Καραγάτση διακατέχεται από λυρισμό, ατμόσφαιρα και κυρίως από ερωτισμό ενώ η δομή του κειμένου είναι τέτοια που γεννά το ενδιαφέρον του αναγνώστη σταδιακά και με αυξανόμενο ρυθμό από ενότητα σε ενότητα. Οι  αντιθέσεις άντρας-γυναίκα, χριστιανός-καθολικός και Έλληνας-ξένος είναι εμφανείς και παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ όλο το κείμενο.