Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο, ένα βιβλίο της Πασχαλίας Τραυλού που η κοινωνική ιστορία του καθηλώνει, συγκινεί και εμπεριέχει πολλά μηνύματα για την ισότητα των φύλλων, τον αυτοσεβασμό και την θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
Η συγγραφέας όπως αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα χρησιμοποιεί για πρώτη φορά πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την ηρωίδα της, τη Ζαχαρώ, να μας εξομολογείται τη ζωή της ξεκινώντας από το 1933 και φτάνοντας ως το 2020. Έτσι εν μέσω καραντίνας η ενενηντάχρονη Ζαχαρώ με λόγο ειλικρινή, πικάντικο και αθυρόστομο, θα έλεγα, λαϊκό και ταυτόχρονα τόσο βαθιά ουσιαστικό διηγείται στη νεαρή νοικάρισσά της την ζωή της, μια ζωή γεμάτη πόνο, ανατροπές, αίμα, έρωτα, πάθος, προδοσία και απώλειες.
Από μικρό παιδί έρχεται αντιμέτωπη με την ενδοοικογενειακή βία, την απειλή της κακοποίησης, τον θάνατο και την υποβάθμιση σε μια κοινωνία που η γυναίκα είναι κτήμα του κύρη της, πατέρα στα μικράτα της συζύγου μετέπειτα, χωρίς λόγο για την ίδια της τη ζωή και τις επιλογές που διαμορφώνουν την πορεία της: Ο Θεός, η μοίρα… Κουραφέξαλα. Μονάχοι μας κανονίζουμε τις ζωές μας. Μονάχοι μας διαλέγουμε που θα σκύψουμε το κεφάλι, πότε θα πέσουμε στα γόνατα και που θα κάμουμε τους νταήδες.
Ο βίαιος πατέρας της θα είναι το πρώτο αρσενικό που θα στιγματίσει την παιδική της ηλικία και θα βάλει το λίθο της προσωπικής της ιστορίας. Μέθυσος, κτητικός, κυνικός, σάτηρος... την οδηγεί στα χέρια ενός άντρα που τα ήθη και οι προκαταλήψεις της κλειστής τους κοινωνίας κυριαρχούν και εγκλωβίζουν την Ζαχαρώ μα και την κάθε γυναίκα της εποχής που δέχεται με απάθεια τη μοίρα που η ανδροκρατούμενη κοινωνία ορίζει, σε ένα γάμο παρωδία. Μυστικά, ψέματα, καταπίεση και παιδοφιλία συνθέτουν το σκηνικό του.
Όλα αυτά μέχρι να σηκώσει το ανάστημά της και να ακολουθήσει μονοπάτια που οι συνθήκες μα και οι επιλογές της την κάνουν να τα διαβεί αλλάζοντας τη ρότα της ζωής της, μονοπάτια που την απομακρύνουν απ’ το χωριό της, απ’ την ‘’ασφάλεια’’ της συζυγικής εστίας, απ΄ την πραγματική της αγάπη μα κυρίως απ’ την μονάκριβη κόρη της. Μονοπάτια που έχουν το δικό τους αντίτιμο...
Η Αθήνα την καλωσορίζει και εκείνη βουτά στη ζωή και μεταμορφώνεται: Γνώρισα τους χίλιους εαυτούς της. Τη Ζαχαρώ με τα κόκκινα, που βγήκε αφύλαχτη στη ζωή και την κατασπαράξανε λύκοι και κυνηγοί. Την Τρελοζαχαρώ, που τίναξε στον αέρα τη ζωή της σαν τη στάχτη του Σαντέ της για έναν έρωτα. Τη Ζαχαρώ την κόρη, που πικραινόταν όταν ξέχασε η μητέρα της το όνομά της. Τη Ζαχαρώ τη μάνα, που μύριζε το ζιπουνάκι της κόρης της για να μπορεί να αντέχει την απουσία της. Τη Ζαχαρώ τη δανεική σ’ όποιον άντρα τής έδινε το αντίτιμο του κορμιού της. Τη Ζαχαρώ την τρομαγμένη κάθε φορά που κατέβαινε η πετούγια της κάμαράς της στο μισοσκόταδο.
Η συγγραφέας όπως αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα χρησιμοποιεί για πρώτη φορά πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την ηρωίδα της, τη Ζαχαρώ, να μας εξομολογείται τη ζωή της ξεκινώντας από το 1933 και φτάνοντας ως το 2020. Έτσι εν μέσω καραντίνας η ενενηντάχρονη Ζαχαρώ με λόγο ειλικρινή, πικάντικο και αθυρόστομο, θα έλεγα, λαϊκό και ταυτόχρονα τόσο βαθιά ουσιαστικό διηγείται στη νεαρή νοικάρισσά της την ζωή της, μια ζωή γεμάτη πόνο, ανατροπές, αίμα, έρωτα, πάθος, προδοσία και απώλειες.
Από μικρό παιδί έρχεται αντιμέτωπη με την ενδοοικογενειακή βία, την απειλή της κακοποίησης, τον θάνατο και την υποβάθμιση σε μια κοινωνία που η γυναίκα είναι κτήμα του κύρη της, πατέρα στα μικράτα της συζύγου μετέπειτα, χωρίς λόγο για την ίδια της τη ζωή και τις επιλογές που διαμορφώνουν την πορεία της: Ο Θεός, η μοίρα… Κουραφέξαλα. Μονάχοι μας κανονίζουμε τις ζωές μας. Μονάχοι μας διαλέγουμε που θα σκύψουμε το κεφάλι, πότε θα πέσουμε στα γόνατα και που θα κάμουμε τους νταήδες.
Ο βίαιος πατέρας της θα είναι το πρώτο αρσενικό που θα στιγματίσει την παιδική της ηλικία και θα βάλει το λίθο της προσωπικής της ιστορίας. Μέθυσος, κτητικός, κυνικός, σάτηρος... την οδηγεί στα χέρια ενός άντρα που τα ήθη και οι προκαταλήψεις της κλειστής τους κοινωνίας κυριαρχούν και εγκλωβίζουν την Ζαχαρώ μα και την κάθε γυναίκα της εποχής που δέχεται με απάθεια τη μοίρα που η ανδροκρατούμενη κοινωνία ορίζει, σε ένα γάμο παρωδία. Μυστικά, ψέματα, καταπίεση και παιδοφιλία συνθέτουν το σκηνικό του.
Όλα αυτά μέχρι να σηκώσει το ανάστημά της και να ακολουθήσει μονοπάτια που οι συνθήκες μα και οι επιλογές της την κάνουν να τα διαβεί αλλάζοντας τη ρότα της ζωής της, μονοπάτια που την απομακρύνουν απ’ το χωριό της, απ’ την ‘’ασφάλεια’’ της συζυγικής εστίας, απ΄ την πραγματική της αγάπη μα κυρίως απ’ την μονάκριβη κόρη της. Μονοπάτια που έχουν το δικό τους αντίτιμο...
Η Αθήνα την καλωσορίζει και εκείνη βουτά στη ζωή και μεταμορφώνεται: Γνώρισα τους χίλιους εαυτούς της. Τη Ζαχαρώ με τα κόκκινα, που βγήκε αφύλαχτη στη ζωή και την κατασπαράξανε λύκοι και κυνηγοί. Την Τρελοζαχαρώ, που τίναξε στον αέρα τη ζωή της σαν τη στάχτη του Σαντέ της για έναν έρωτα. Τη Ζαχαρώ την κόρη, που πικραινόταν όταν ξέχασε η μητέρα της το όνομά της. Τη Ζαχαρώ τη μάνα, που μύριζε το ζιπουνάκι της κόρης της για να μπορεί να αντέχει την απουσία της. Τη Ζαχαρώ τη δανεική σ’ όποιον άντρα τής έδινε το αντίτιμο του κορμιού της. Τη Ζαχαρώ την τρομαγμένη κάθε φορά που κατέβαινε η πετούγια της κάμαράς της στο μισοσκόταδο.