Απόσπασμα βιβλίου (παρμένο από το προφίλ του συγγραφέα στο fb μετά την έγκρισή του):
Σμύρνη 1919, ο Ελληνικός στρατός έχει αποβιβαστεί στην Μικρασία… μια εικόνα από τα καταγώγια του λιμανιού τις ώρες που γεννιέται το ρεμπέτικο... και ο Βενιζέλος μεσουρανεί...
«…Ο ήλιος έπεφτε γρήγορα. Το απόβραδο ερχότανε μαλακό στη Σμύρνη ροδίζοντας με τις τελευταίες του ακτίνες τον στενό τσικμά σε όλο του το βάθος έτσι όπως κάθετα τον βρίσκανε απ΄ τη μεριά της Δύσης.
Διστακτικός και σκύβοντας είχε χρειαστεί ο Νίκος να κατέβει τα τρία σκαλιά που χώριζαν το μαγαζί από το ντουσεμέ που ήταν απ΄ έξω για να σταθεί αμήχανος. Εκανε στο πλάι να περάσουν οι άλλοι που παρέες παρέες ερχόντουσαν από πίσω του και μαζί με κάποιους από αυτούς, που χωρίς να το θέλουν τον πήρανε παραμάζωμα, βρέθηκε και εκείνος μέσα.
Μάταια φαινότανε πως είχε σταθεί με την πλάτη στο ντουβάρι κοιτάζοντας σαν χαμένος. Όχι τραπέζι δεν είχε ελεύθερο για να κάτσει μα μήτε καρέκλα ^ όλα ήταν γεμάτα.
Φώτα μπορεί να μην είχε πολλά μα μέσα στο ημίφως όλα τους έμοιαζαν μαγευτικά. Οι χρωματιστές λάμπες που κρεμόντουσαν στο βάθος πάνω από τις πέντε αδειανές καρέκλες και το πορτραίτο του Βενιζέλου, μπογιατισμένες σκορπούσαν τις ανταύγιες στα πρόσωπα, τους τοίχους και σε όσο από το γιαλιστερό λιγδωμένο πάτωμα μπορούσε να φανεί ελεύθερο μέσα σ εκείνο το πλήθος.
Ο μόνος που ξεχώριζε - και δεν ήταν ανάγκη να τον ξέρεις για να καταλάβεις πως ήταν ο μαγαζάτορας – ήταν ο «Παναγής ο κάβουρας». Μ΄ ένα βαρύ τουρμπάνι - που επέμενε πάντα να φορά γύρω από το φέσι του κι ας μην ήτανε Τούρκος, και το κοντό ανοιχτό γιλέκο του που από όποια μεριά κι αν το κοίταζες ήτανε αδύνατο να κρύψει όχι τόσο τις βόλτες που έφερνε το φαρδύ ζωνάρι του γύρω από τη μέση, όσο τους δυό και βάλε πήχεις που κρεμότανε μονόπαντα σχεδόν μέχρι το γόνατο, πραγματικά ξεχώριζε! Αλλά ο Παναγής δεν ξεχώριζε τόσο για όλα εκείνα, ουτε καν για το παρουσιαστικό του, ακόμα ακόμα ούτε και για την ψηλή ψάθινη καρέκλα που είχε δίπλα στο τεζιάκι να κάθεται, όλους να τους κατοπτεύει, όσο από τη συχνή κλίση που έκανε το κεφάλι του ανταποδίδοντας τα καλησπερίσματα και εκείνη την άφωνη κίνηση που κάνανε τα χείλια του προφέροντας από τα σωθικά του ένα ανείπωτο αλλά σαφές και μακρόσυρτο «σπέρααα».
Τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα που ξεσπάσανε απανωτά βρήκαν τον Νίκο με το τσακμάκι στο χέρι και το τσιγάρο μόλις ακουμπισμένο στα χείλια. Τέσσερις άντρες σοβαροί και αγέλαστοι είχανε βγει από το πλάι και πηγαίνανε προς τις αδειανές καρέκλες κάτω από τα φωτάκια. Γυαλίζανε στο μάτι τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους. Σφιχτοί οι κόμποι από τις γραβάτες τους, σφιχτή και η ματιά τους. Οι κατεβασμένες ρεπούμπλικες και οι τραγιάσκες δεν αφήνανε να δεις καθαρά πολλά από τα χαρακτηριστικά τους παρά μόνο τα καλοξυρισμένα μουστάκια τους κάτω από τη μύτη. Τελευταία και σε απόσταση φάνηκε μια γυναίκα με μαύρα κατσαρά μαλλιά και ένα φουστάνι ολόιδιο με το κοκκινάδι της. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χωρίς άλλο νόημα, μια μόνο φορά χτυπήσανε τα ντέλια για να ξεκινήσει κι από τους πέντε με μια φωνή.
«Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ’ την Αθήνα τα θηρία…»
όρθιοι πετάχτηκαν απάνω οι περισσότεροι και λες και άκουγαν τον εθνικό ύμνο μαζί τους τον τραγουδούσαν. Ποτήρια τσουγκρίζανε στον αέρα και μπράτσα απλωνόντουσαν από ώμο σε ώμο.
«…Και στην άμυνα εκεί όλοι οι αξιωματικοί
πολεμάει κι ο Βενιζέλος…»
χαλασμός τα χειροκροτήματα. Το μαγαζί έγινε άνω κάτω. Τα γκαρσόνια δεν προλαβαίναν να παίρνουνε τα αδειανά κατρούτσα και να τα ξαναεπιστρέφουν γεμάτα ως απάνω.
«…Της αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά…»
τα γιούχα και τα σιχτίρ παίρνανε και δίνανε.
Η Ρόζα με το κατσαρό μαλλί και το τσακίρικο το μάτι έφερνε βόλτες χτυπώντας το ντέφι στον αέρα. Βόλτες έφερνε και η ματιά του Νίκου στο κόκκινο ρούχο που ήτανε κολλημένο απάνω στο κορμί της.
«… της αμύνης το καπέλο έφερε το Βενιζέλο
της αμύνης το σκουφάκι
έφερε το Λευτεράκη…»
Υπόθεση οπισθόφυλλου:
Μετά την ΙΑΣΜΗ και την ΧΑΤΙΣΕ, η ΣΜΥΡΝΑ, το τελευταίο μέρος της τριλογίας ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, συνεχίζει το ταξίδι στην πρώτη ταραγμένη 25ετία του 20ου αιώνα.
* Ο Πρώτος μεγάλος πόλεμος έχει τελειώσει. Οι Τούρκοι βρίσκονται με τη μεριά των ηττημένων και οι Ελληνες με τους νικητές.. Το μυθιστόρημα αναπλάθοντας την εποχή θα μας ταξιδέψει από τους μαχαλάδες της Κωνσταντινούπολης, τα πολυτελή κτίρια και ξενοδοχεία του Πέραν μέχρι τα café chantants, τα καμπαρέ και τα καταγώγια της κοσμοπολίτισσας Σμύρνης. Οι μουσικές της εποχής, το ragtime και το can can θα αναμειχτούν με την φωνή του Enrico Caruso, τους αμανέδες, τα πρώτα ρεμπέτικα και τα τραγούδια της εθνικής άμυνας.
Από τους Βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο διωγμό των Μικρασιατών το ’14 μέχρι την κατοχή της Σμύρνης το ΄19, από τα χαρακώματα του 1ου Παγκόσμιου πολέμου μέχρι την προέλαση του Ελληνικού στρατού σχεδόν έξω από την Αγκυρα, ένας Ελληνας και ένας Τούρκος, ανυποψίαστοι για τους πιθανούς δεσμούς που μπορεί να τους δένουν, θα βρεθούν αντιμέτωποι στην δίνη της Μικρασιατικής εκστρατείας. Εχθροί τελικά ή φίλοι; Και ανάμεσά τους, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, μια κοκκινομάλλα λεβαντίνα η Σμύρνα…
* Σμύρνα και Σμύρνη. Μια γυναίκα και μια πολιτεία «Σμύρνα, ετούτη η πόλη εν έχει αφεντικά! Εν είναι κανενός μας! Ετούτη είναι του κόσμου της, γι’ αυτόνε ζει, γι αυτόνε ανασαίνει! Αυτή εν ξεύρει από Έλληνες, Τούρκους Αρμένηδες για Λεβαντίνους» … «Είναι σαν εσένα! Σμύρνη αυτή, Σμύρνα εσύ. Όλους τους έχετε στα πόδια σας κι όλους τους κουλαντρίζετε. Όλοι θέλουνε να σας έχουνε μα αυτό που εν λογαριάζουνε εν πως εσείς εν θέλετε μόνο έναν!... Κοσμοπολίτες Σμύρνα! Αυτό είστενε κι εσύ και τούτη εδώ η πόλη!... Κοσμοπολίτες!»