Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Στα μονοπάτια της Κριμαίας-Εύη Ρούτουλα


      «Στα μονοπάτια της Κριμαίας» η συγγραφέας Εύη Ρούτουλα επιλέγει να μας μιλήσει μέσω των ηρώων της για ένα όχι και τόσο ευρέως γνωστό ιστορικό γεγονός, την συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Κριμαίας το 1919.


    Ο Μεγάλος Πόλεμος έχει τελειώσει με την Ελλάδα και τον Ελευθέριο Βενιζέλο να βρίσκεται, λόγω του Διχασμού, στο παρά πέντε από την πλευρά των νικητών. Ο Βενιζέλος οραματίζεται τη Μεγάλη Ελλάδα με την προσάρτηση της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης να αποτελούν τα επόμενα βήματά του. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η επικράτηση των Μπολσεβίκων έχει αλλάξει άρδην την πολιτική σκηνή, σύνορα αλλάζουν, κράτη διαμορφώνονται, συμφέροντα πλήττονται. Οι οικονομικές συναναστροφές της Γαλλίας με την τσαρική Ρωσία παγώνουν, τα δάνεια των Τσάρων παύουν να αποπληρώνονται. Έτσι ο Κλεμανσώ οργανώνει εκστρατεία για την ανατροπή των Μπολσεβίκων με την Ελλάδα να είναι από τους σύμμαχους που ανταποκρίνεται άμεσα στο κάλεσμα των Γάλλων καθώς επιδιώκει την στήριξη τους στο μικρασιατικό ζήτημα.
      Συμφέροντα και προσδοκίες στέλνουν 23.000 Έλληνες στρατιώτες στην Οδησσό, ανάμεσα σ’ αυτούς και οι χάρτινοι ήρωες της συγγραφέως: ο Μενέλαος Παρασκευόπουλος με καταγωγή από το Ναύπλιο, γιατρός, ιδεαλιστής, πήρε μέρος στον Α’Παγκόσμιο πόλεμο έχοντας για όπλο το νυστέρι, το ανύπαρκτο αναισθητικό και τις ιατρικές του γνώσεις, καλείται να υπηρετήσει, για άλλη μια φορά, από το δικό του μετερίζι την πατρίδα καθώς και ο λοχαγός Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης, με καταγωγή από τον Πόντο, ευθυτενής, καλοσυνάτος και ταγμένος απόλυτα στο στράτευμα και στην πολιτική του Βενιζέλου. Οι δύο άντρες γνωρίζονται στο πλοίο που τους μεταφέρει στην Οδησσό και, αν και αντιπροσωπεύουν τους δύο διαφορετικούς κόσμους που εκείνη την περίοδο αντιμάχονται προκειμένου να επικρατήσει ο ένας του άλλου, γίνονται αμέσως φίλοι. 
      Ο Μενέλαος, απ’ την μία, αμφισβητεί τους λόγους της εκστρατείας και γενικότερα τον πόλεμο και την εμπλοκή μιας χώρας στα εσωτερικά της άλλης και ο Μιλτιάδης : Το ύφασμα της χλαίνης του ήταν τριμμένο, το γκρίζο χρώμα της είχε ξεθωριάσει, παρόλα αυτά το ρούχο στεκόταν πάνω στους ώμους του με χάρη. Ίσως επειδή ο ίδιος ένιωθε χαρά και τιμή που το φορούσε. Υπήρχε και αυτό το είδος αντρών, που ντύνονταν στα χακί και που πήγαιναν στις μάχες νιώθοντας πως εκπληρώνουν το μέγιστο καθήκον, την πιο ιερή υποχρέωση προς τα συμφέροντα της πατρίδας.  
    Μέσα από την πορεία τους θα γνωρίσουμε τα ιστορικά γεγονότα, τις συνθήκες της εποχής, τους χειρισμούς της εκστρατείας και την κατάληξη της με την φιλία τους να στέκει πάνω απ' όλους κι απ' όλα...(;)

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Η ραπτομηχανή-Natalie Fergia

     Ραπτομηχανή: για κάποιους, ανάμνηση των παιδικών τους χρόνων...
     Μαύρη, σιδερένια με χρυσά γράμματα να τη στολίζουν και με έναν μοχλό στα δεξιά, που χέρια επιδέξια έστριβαν δίνοντας στα μασούρια με όλων των λογιών τα χρώματα και στις μυτερές βελόνες κίνηση πάνω σε άμορφα υφάσματα με τα γαζιά να δίνουν εν τέλει σχήμα δημιουργώντας ρούχα για πρόσωπα αγαπημένα, ρούχα που φτιάχτηκαν με αγάπη και ζέσταναν σώμα και ψυχή. 
     Ποιος δεν έχει για ανάμνηση μια γιαγιά, μια θεία που, με μια τέτοια ραπτομηχανή, πάνω σε ένα τραπέζι, γέμιζε το χώρο με το μεταλλικό γουργουρητό της όταν τα χέρια της εκάστοτε αγαπημένης ράφτρας έδιναν ζωή στη σιδερένια αυτή συσκευή; Εγώ έχω! 
     Βλέποντας λοιπόν το εξώφυλλο της «Ραπτομηχανής» της Natalie Fergia πήγα πίσω νοερά και θυμήθηκα εκείνο το γουργουρητό που συνόδευε κάποια απογεύματα της παιδικής μου ηλικίας καθώς και εκείνες τις γυναίκες (τις δυο γιαγιάδες μου) που η μηχανή κατείχε περίοπτη θέση στο νοικοκυριό και στην ζωή τους. 

     Η ραπτομηχανή της Natalie Fergia κατασκευάστηκε το 1911 στη Σκωτία εν μέσω μιας μεγάλης απεργίας στο εργοστάσιο της Singer. Στον τελευταίο έλεγχο της, η Τζιν, η ηρωίδα του κειμένου, τοποθετεί με επιδέξιο τρόπο στη μασουρίστρα ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα. Είναι η τελευταία της μέρα στη δουλειά καθώς η συμμετοχή της στην απεργία έχει σαν συνέπεια την απόλυσή της. Μ’ αυτό το μήνυμα αποχαιρετά τη μέχρι τώρα ζωή της και φεύγει με το μνηστήρα της, τον Ντόναλτ όπου και εγκαθίστανται στο Εδιμβούργο. Η κοινή τους ζωή μόλις ξεκινά.
     Η ραπτομηχανή και το μήνυμά της ξεκινούν, κι αυτά, το ταξίδι τους. Αλλάζουν χέρια και εποχές με τον πόλεμο, τον έρωτα, τις απώλειες, τα πάθη, την προσφορά, την άδολη αγάπη καθώς και τα οικογενειακά μυστικά να συντροφεύουν τους κατόχους της για έναν και πλέον αιώνα. Ο Φρέντυ, ο απόγονος της πρώτης ιδιοκτήτριας της μηχανής, κληρονομεί το 2016 το διαμέρισμα του παππού του και αποφασίζει να πουλήσει όλη την οικοσκευή. Για εκείνον όλα έχουν μια τιμή και όλα πουλιούνται.