Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Το αγόρι στο θεωρείο-Αγγελική Δαρλαση

     Το πόνημα της Αγελικής Δραλάση «Το αγόρι στο θεωρείο» είναι ένα εφηβικό -κι όχι μόνο!- ανάγνωσμα στο οποίο η συγγραφέας πραγματεύεται τον πόνο της απώλειας προσώπων μα και πατρίδων, την προσπάθεια να διαχειριστεί το άτομο τις οδυνηρές ανατροπές που φέρει στην ψυχοσύνθεσή του η Προσφυγιά ενώ παράλληλα υμνεί την δύναμη της Μνήμης καθώς και το βάλσαμο και την απελευθέρωση που προσφέρει η Τέχνη
     Μιλώντας για ένα πραγματικό γεγονός, αυτό της εγκατάστασης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, η συγγραφέας με ατμοσφαιρική και ρεαλιστική γραφή, πλάθει ήρωες που αγγίζουν την ψυχή του αναγνώστη παρασύροντάς τον σε μια ιστορία που πρωταγωνιστεί η ανθρωπιά, το συναίσθημα και η ελπίδα. 

      Η ιστορία ξεκινά με τον Δρόσο να μας αφηγείται την άφιξη του μαζί με την αδερφή του, την Αρετή, και την Δόμνα που τα αγκάλιασε σαν δικά της παιδιά να φτάνουν στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. "Θα µας οδηγήσει πίσω το άρωµα από τις τριανταφυλλιές µας. Δε θα χαθούµε" λέει ο Δρόσος στην Αρετή η οποία αρνείται να μπει στο θέατρο καθώς φοβάται πως όλο και πιο πολύ απομακρύνονται από τους γονείς και την πρότερη ζωή τους, την αληθινή ζωή, την ζωή μακριά από την ορφάνια, την φτώχεια και την ανασφάλεια της προσφυγιάς.  
    Όπως και οι άλλοι πρόσφυγες έτσι κι αυτοί θα εγκατασταθούν τελικά σε ένα από τα 81 θεωρεία του θεάτρου που το 1922 προκειμένου να αντιμετωπιστεί το προσφυγικό ζήτημα χρησιμοποιήθηκε ώστε να στεγάσει τις κατατρεγμένες από την Ιστορία ψυχές με την Αρετή να το χαρακτηρίζει τόσο σπαρακτικά εύστοχα για τον αναγνώστη ως κουκλόσπιτο αφού στα μάτια της μοιάζει σαν το κοριτσίστικο παιχνίδι με τα πολλά δωματιάκια παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, στα οποία λείπει ο ένας τοίχος κάνοντας έτσι την ζωή των ενοίκων ορατή στους πάντες. 

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Συζητώντας με την συγγραφέα Τέσυ Μπάιλα!


    Η Τέσυ Μπάιλα απαντά στο ερωτηματολόγιο των ΒιβλιοΑναφορών και μας παρουσιάζει με τον δικό της μοναδικό τρόπο το νέο της βιβλίο, το «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές», το οποίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
     Η παραχώρηση της παρούσας συνέντευξης αποτελεί για το blog και για εμένα προσωπικά ιδιαίτερη τιμή καθώς «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη», το πρώτο δηλαδή βιβλίο που με έφερε σε επαφή με την γραφή της, οι «Άγιες θάλασσες» και το «Ουίσκι μπλε», που ακολούθησαν, με έκαναν να αγαπήσω την πένα της συγγραφέως και να την συγκαταλέξω στους αγαπημένους μου συγγραφείς μιας κι αυτή με το πλούσιο λεξιλόγιο και τα καλολογικά στοιχεία που χρησιμοποιεί μου προσφέρει νοερά ταξίδια, στα οποία όλες μου οι αισθήσεις ενεργοποιούνται και παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να κάνω βίωμα την κάθε λέξη. 
     Σας παροτρύνω λοιπόν όσοι δεν έχετε ακόμα διαβάσει κάποιο από τα βιβλία της συγγραφέως να το κάνετε σύντομα! Μέχρι τότε όμως διαβάστε την συνέντευξη κι ελάτε λίγο πιο κοντά στο έργο της Τέσυ Μπάιλα


1. Από τις 7 Φεβρουαρίου το νέο σας πόνημα, το «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές», απέκτησε μια θέση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων! Αφού σας ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο, θα σας ζητήσω να μας το παρουσιάσετε με τον δικό σας μοναδικό τρόπο. 

Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές. Το μυθιστόρημα «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές» είναι ένα ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα ενταγμένο πλήρως στο ιστορικό πλαίσιο που εκτείνεται από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Περιγράφει έναν άνθρωπο που βρέθηκε στη δίνη των εξελίξεων και πέρασε όλη του τη ζωή, αναζητώντας έναν τρόπο να εκφράσει την καλλιτεχνική του ανησυχία, να βρει δρόμους στους οποίους θα διοχετεύσει τη μοναχική του φύση, σε μια εποχή δύσκολη και ακραία, κατά την οποία η τέχνη μοιάζει να μην έχει καμιά απολύτως αξία.
Έτσι λοιπόν από την τελευταία μεγάλη σφαγή των χριστιανών από τους Τουρκοκρητικούς, το 1898, μια ημερομηνία ορόσημο καθώς την ημέρα της σφαγής, στις 25 Αυγούστου, γεννιέται ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου και σηματοδοτείται η αρχή της Κρητικής Πολιτείας περνά στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα μερικά χρόνια αργότερα, κι από εκεί στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Εθνικό Διχασμό, και από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο φτάνει στον Β΄. Σε όλη του την πορεία το μυθιστόρημα πραγματεύεται την ανθρώπινη περιπέτεια της προσωπικής αναζήτησης στην πάροδο ενός αιώνα διάστικτου από τα αποτελέσματα των  ιστορικών συγκυριών που σφράγισαν την εξέλιξη του κόσμου.
Ο κεντρικός ήρωας αυτού του βιβλίου θα γεννηθεί πάνω σε ένα καΐκι και από την πρώτη στιγμή θα νιώσει την ορφάνια, την απόρριψη αλλά και το ταλέντο του, καθώς μεγαλώνοντας δίπλα στον παππού του θα μάθει να αγαπάει το ξύλο και το χρώμα και να βάφει μικρά καραβάκια. Ύστερα από ένα ακόμη βίαιο περιστατικό με τον πατέρα του θα αποφασίσει να φύγει για να βρει μόνος του τον δρόμο του και η μεγάλη του περιπέτεια στη ζωή θα αρχίσει.
Από την αγκαλιά της θείας Λουλουδιάς, του παππού και της Μυρσίνης που μεγαλώνει στο σπίτι τους σαν αδελφή του, έχοντας χάσει τη μιλιά της μετά τα γεγονότα στο Ηράκλειο, στη ζωή του  θα μπουν νέοι άνθρωποι. Ο Μικέλε, ο επιστήθιος φίλος, που θα τον μάθει τι πάει να πει η χαρά της ζωής και θα τον οδηγήσει στη δημιουργία του πιο μεγάλου του ζωγραφικού έργου, η Ισιδώρα, ο ανεκπλήρωτος και ιδεατός έρωτας που θα τον βασανίζει πάντα, η κυρά Ευτέρπη, η Χριστίνα. Αλλά και οι τόποι εναλλάσσονται. Από το Ηράκλειο στα Χανιά και από εκεί στον Πειραιά και την Αθήνα. Κι ύστερα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μακεδονία. Για να καταλήξει ξανά στο πατρικό του σπίτι και να απομονωθεί έχοντας πρώτα μάθει ότι πολύ συχνά ο άνθρωπος χάνεται στα γρανάζια της μεγάλης Ιστορίας και πως ο πόνος μπορεί να γίνει η αφορμή για τη μεγάλη τέχνη.

2. Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα που έπλασε στο μυαλό σας την υπόθεση του νέου σας βιβλίου;

«Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη». Είναι μια φράση του Νίκου Εγγονόπουλου. Θα μπορούσα να πω πως αυτή η φράση έδωσε το πρώτο ερέθισμα για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα έδιναν μορφή στον κύριο ήρωα του βιβλίου, έναν ήρωα που η ιστορία του στροβιλίζεται πάνω σ’ αυτούς τους τρεις άξονες και γύρω από τις επιταγές της μεγάλης Ιστορίας. 

3. Διαβάζοντας ένα βιβλίο ψάχνω πάντα κάτω από τις λέξεις τα μηνύματα που ίσως θέλει ο συγγραφέας να μεταφέρει στους αναγνώστες του. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας ένα μήνυμα που οι κεντρικοί ήρωες του νέου βιβλίου σας, θέλουν οπωσδήποτε εμείς οι αναγνώστες να το ''παραλάβουμε'';

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Ο ανεπιθύμητος νεκρός-Γιώργος Πράτανος

 Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πράτανος στον Ανεπιθύμητο νεκρό σκιαγραφεί τις στιγμές από το θάνατο του σπουδαίου λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη στο Φράμπουργκ της Γερμανίας έως και τον συγκινητικό αποχαιρετισμό των Κρητών στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, με το παρασκήνιο της ταφής να προσυπογράφει τον τίτλο του βιβλίου καθώς ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρήθηκε ‘’ανεπιθύμητος’’ ακόμα κι ως νεκρός για την Εκκλησία, το κράτος και για κάποιες ακραίες θρησκευτικές ομάδες που τον πολέμησαν έως και την ύστατη στιγμή.

     Η αφήγηση ξεκινά το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου του 1957 όταν ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης μετά από επιπλοκές στην υγεία του αφήνει την τελευταία του πνοή έχοντας στο πλευρό του την σύζυγό του Ελένη Καζαντζάκη. Ένας νέος ανήφορος μόλις ξεκινά. Η χήρα του Καζαντζάκη και οι φίλοι του έκτος από τον πόνο της απώλειας καλούνται να διαχειριστούν και να ξεπεράσουν τα εμπόδια που οι πολέμιοι του Καζαντζάκη ακόμα και τώρα όντας νεκρός συνεχίζουν να στήνουν. 
     Η σορός μεταφέρεται οδικώς στην Ελλάδα και έχει τελικό προορισμό τον τόπο ταφής της, το Ηράκλειο της Κρήτης, κι ενώ συνοριοφύλακες αφήνουν να περάσει η νεκροφόρα χωρίς έλεγχο αποδίδοντας μ’ αυτή την κίνηση φόρο τιμής στον σπουδαίο λογοτέχνη, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόφιλος φοβούμενος τις αντιδράσεις φανατικών θρησκόληπτων καθώς και ακροδεξιών στοιχείων κρατά κλειστές τις πόρτες των ναών της πρωτεύουσας εμποδίζοντας να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και απαγορεύει στους ιερείς να ψάλουν την εξόδιο ακολουθία. Το φέρετρο διανυχτερεύει στο νεκροθάλαμο του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών και το πρωί με πτήση που ναυλώνει ο Ωνάσης πετά για το Ηράκλειο, τον τόπο που γεννήθηκε ο Καζαντζάκης και που τα χώματα του περιμένουν την επιστροφή του...
     Σ’ αυτό το αεροπλάνο θα επιβιβαστεί και ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός που παρά το νεαρό της ηλικίας του ο εκδότης της του, του ανέθεσε την δημοσιογραφική κάλυψη της κηδείας. Έτσι μέσα από την δημοσιογραφική ματιά του και την επιτόπια έρευνα του οι αναγνώστες θα βιώσουν τις τελευταίες στιγμές του Καζαντζάκη, του μεγάλου λογοτέχνη που οι μηχανορραφίες των πολέμιών του του στέρησαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας κατηγορώντας τον για αθεΐα και διαφθορέα των νέων με την Εκκλησία να φτάνει πολύ κοντά στον αφορισμό του χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει.     

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Η μαγισσούλα που έτρωγε γράμματα-Χρυσάνθη Τσιαμπαλή

    Η μαγισσούλα Φριντανίτα είναι στενοχωρημένη. Όλα δείχνουν πως  οι μαγικές της ικανότητες έχουν χαθεί. Ο φίλος της ο Σταύρος της ζήτησε νωρίτερα να κάνει τα μαγικά της ώστε να μεγαλώσουν τα αυτιά του καθώς είναι τόσο μικρά που δεν ακούει τις εντολές του αφεντικού του κι εκείνη κουνώντας το ραβδί της πέταξε τα ξόρκια της: «Άφρα μάφρα σάλα,τα αυτιά του Σταύρου να γίνουν μεγάλα!».  Αντί  όμως τα αυτιά του να γίνουν μεγάλα... ουπς στο κεφάλι του Σταύρου φύτρωσε ένα ποτήρι... γάλα! 
     Και σαν να μην έφτανε αυτό όταν η ξαδέρφη της, της ζήτησε να της κάνει τα μαλλιά της μαύρα που μετά την τελευταία βαφή είχαν γίνει καροτί όχι μόνο δεν έγιναν μαύρα αλλά εμφανίστηκε στο κεφάλι της μια καταπράσινη... σαύρα. 
Τι έπαθε; 
Τι θα κάνει; 
Που πήγαν οι μαγικές της ικανότητες; 
Και μάλιστα τώρα που σε λίγες ώρες είναι ο διαγωνισμός για την ανάδειξη  της καλύτερης μαγισσούλας της πόλης. 
     Πηγαίνοντας στο διαγωνισμό θα διαπιστώσει πως και οι φίλες της αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Η αρχιμάγισσα  Αναφανδίνα που καλεί την κάθε μαγισσούλα και της ζήτα με ένα ξόρκι άλλοτε να μετατρέψει κάτι κι άλλοτε να της εμφανίσει πράγματα, βλέπει την μία μετά την άλλη να αποτυγχάνει. Τι φταίει κι αντί για παγίδες που ζητά τις εμφανίζουν ξαφνικά γίδες και αντί για μήλα μια καμήλα; Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Δεν μπορεί όλες οι μαγισσούλες να είναι τόσο αδέξιες στα ξόρκια.
     Και η Πριφινέλα, μια μάγισσα ζηλιάρα με πράσινα μαλλιά, τι κάνει στο διαγωνισμό...;

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Λιανοκέρια της μικρής Πατρίδας-Θοδωρής Παπαθεοδώρου


    Μετά τις «Γυναίκες της μικρής Πατρίδας», τα Λιανοκέρια, τα ισχνά, ευάλωτα κεράκια της μακεδονικής γης με την ζωηρή μα συνάμα και την εκτεθειμένη φλογίτσα τους, όπως είναι η μικρή Βάσιλκα που μετά την εξέγερση του Ίλιντεν τρέχει στα κακοτράχαλα βουνά της Μακεδονίας για να γλιτώσει από τις επιθέσεις των Βούλγαρων και τα αντίποινα των Τούρκων, όπως είναι ο Μήλιος και η Ανθή, οι μόνοι επιζώντες από την σφαγή στο χωριό τους, στέκουν μπρος στον άνεμο που σηκώνει ο Αγώνας των Μακεδόνων. 


   Ο αγαπημένος συγγραφέας Θοδωρής Παπαθεοδώρου συνεχίζει την αφήγηση του με το ίδιο ύφος, την ίδια ένταση συνδέοντας αρμονικά τις Γυναίκες με τα «Λιανοκέρια της μικρής Πατρίδας», στις σελίδες του οποίου φωτίζει μέσα από τους παλιούς και νέους ήρωες που σκιαγραφεί τα γεγονότα και τις συνθήκες που επικρατούσαν στη σκλάβα πατρίδα από την σλαβική εξέγερση του Ίλιντεν και μετά έως και το λυκόφως του 1904.
       Πριν συναντήσουμε όμως τους ήρωες και την πορεία τους, ο συγγραφέας μας υποδέχεται με ένα ποίημα που μας προϊδεάζει και που χαρακτηρίζει απόλυτα τους υπαρκτούς και μη ήρωες του, τις «Θερμοπύλες» του Κ.Π. Καβάφη, ένα ποίημα σύμβολο για την αυτοθυσία και την προάσπιση των αξιών ακόμα κι όταν διαφαίνεται πως τελικά θα κάνει την εμφάνιση του ο Εφιάλτης.

       Ιδανικά κι αξίες. Άνθρωποι που φυλάσσουν Θερμοπύλες..., όπως η διδασκάλισσα Αρετή που τον Μάρτιο του 1904 στέκεται στο παράθυρο του πατρικού της στην Αθήνα θυμούμενη τη σφαγή στο Ράκοβο, το εξοντωτικό τρέξιμο της μαζί με την μικρή της μαθήτρια τη Βάσιλκα στα μακεδονικά βουνά ώστε να γλιτώσουν από την λαίλαπα της σλαβικής εξέγερσης, την διάσωση τους και την νοσηλεία τους σε διαφορετικά νοσοκομεία στο βιλαέτι του Μοναστηρίου με την υποχρεωτική, από τον πατέρα της, επιστροφή στην Αθήνα. Η Αρετή λοιπόν στέκεται μπροστά στο παράθυρο της και θυμάται, αγωνιά για την τύχη της εξάχρονης Βάσιλκας που έμεινε πίσω στη φλεγόμενη Μακεδονία μόνη κι απροστάτευτη μα κυρίως θλίβεται για την στάση που κρατά το κράτος και η αθηναϊκή ελιτ στο μακεδονικό ζήτημα που όπως εύστοχα περιέγραψε ο ξάδερφός της Ιων Δραγούμης σε ένα γράμμα που της απέστειλε τους χαρακτηρίζει: «μετριότητα, κενοδοξία, ψοφιοσύνη και αισχρός ύπνος»(σελ. 57).
      Η Φωτεινή, η δεύτερη κεντρική ηρωίδα, συνεχίζει να φυλάσσει Θερμοπύλες... Την ανταμώνουμε στη Θεσσαλονίκη εκεί που ζει με τον πατέρα της, εκεί που ο έρωτας με τον Μάνο Παπαδάκη παίρνει άλλη μορφή, εκεί που αναλαμβάνει αποστολές για τον Αγώνα μεταφέροντας στην ιατρική της τσάντα κωδικοποιημένα μηνύματα, εκεί που όταν γίνεται Πρόξενος Θεσσαλονίκης ο Λάμπρος Κορομηλάς και ο Αγώνας μπαίνει σε νέα φάση με τις οργανώσεις να μπαίνουν υπό τη σκέπη του Προξενείου, αναλαμβάνει την δυσκολότερη αποστολή: να μπει ως νοσοκόμα στον Κιλκίς Μαχαλέ, την συνοικία των Βούλγαρων στη Θεσσαλονίκη ώστε να βολιδοσκοπήσει τις επόμενες κινήσεις των Εξαρχικών.