Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Οι κόρες της λησμονιάς - Θοδωρής Παπαθεοδώρου

«Οι κόρες της λησμονιάς» είναι το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου, στην οποία ο συγγραφέας μέσα από τους χάρτινους ήρωες του μας παρουσιάζει τα γεγονότα και το παρασκήνιο του Εμφύλιου πολέμου. Το διαβάζω για δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν το 2009, και όπως τότε έτσι και τώρα η συγκίνηση των υποθέσεων των τριών κεντρικών ηρωίδων, της Αγγέλας, της Μέλπως και της Αριάδνης, η αντικειμενική πληροφόρηση της Ιστορίας, η κινηματογραφική δομή καθώς και η ποιητική, σε πολλά σημεία, γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με κάνουν να χαρακτηρίσω το εν λόγω βιβλίο ως ένα αριστούργημα. Είναι από τα βιβλία, μαζί με τα τρία επόμενα της σειράς, που νιώθω την ανάγκη να κάνω μια ΒιβλιοΑναφορά και να μιλήσω για αυτό-ά με σκοπό να τα μάθει όσο γίνεται περισσότερος κόσμος καθώς μέσα από τις ιστορίες των τριών γυναικών, των τριών μανάδων μαθαίνουμε την Ιστορία του Εμφυλίου και την πραγματική έκταση του που δεν είναι άλλη από τον σπαραγμό και την εξαθλίωση όλων των εμπλεκομένων του. Διαβάζοντάς το διαπιστώνουμε την ματαιότητα του πολέμου και δη του Εμφυλίου καθώς Κουμουνιστές, δεξιοί-ακροδεξιοί και κυρίως ο άμαχος πληθυσμός πλήττονται από τις απάνθρωπες ενέργειες των πρώτων οδηγώντας έτσι τους εαυτούς τους στην θηριωδία ενώ τους αμάχους στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Από όλον αυτόν τον σπαραγμό οι πάντες βγαίνουν χαμένοι στο σώμα αλλά κυρίως στην ψυχή και στην συνείδηση κάτι φυσικά που γίνεται ολοφάνερο σελίδα τη σελίδα.
«Οι κόρες της λησμονιάς» φωτίζουν και εστιάζουν, μέσα από την ιστορία των τριών τραγικών μανάδων και των προσώπων που τις περιτριγυρίζουν, τα γεγονότα των Δεκεμβριανών. Η ιστορία του θα ξεκινήσει, στο πρώτο μέρος του, από τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Το 1943 λοιπόν βρίσκει την Αγγέλα στο ελεύθερο από τους αντάρτες Μυριόφυλλο, ένα χωριό στις κορυφογραμμές του Γράμμου, να αγωνιά εκτός για τον αγνοούμενο από την αρχή σχεδόν της Κατοχής σύζυγό της και για τα δυο της βλαστάρια, τον Λιάκο και την Γιάννα, που ακολούθησαν τους αντάρτες, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, στα βουνά και στον Αγώνα, την Μέλπω στην Θεσσαλονίκη να προσπαθεί μέσα από τις αναπολήσεις της που συμπεριλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου την κόρη της Φανή, η οποία βρίσκεται στα βουνά του Γράμμου, να ξεπεράσει την άσχημη εμπειρία της στα μπουντρούμια της Ασφάλειας όπου σύρθηκε με την κατηγορία της κουμουνίστριας και την Αριάδνη στην Αθήνα να μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην φροντίδα της κόρης της Κατερίνας και στην δουλειά της ως νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού καθώς και στην προσφορά της ως εθελόντρια στους φιλανθρωπικούς οργανισμούς που προσπάθησαν να προσφέρουν παρηγοριά αλλά κυρίως τροφή στον εναπομείναντα αστικό πληθυσμό που τον ζοφερό χειμώνα του ’41-'42 θυσιάστηκε στο βωμό του ιμπεριαλισμού του Γ’ Ράιχ. Η λήξη του πολέμου θα τις γεμίσει αισιοδοξία για καλύτερες μέρες και προσμονή για συναντήσεις. Οι ελπίδες τους όμως θα κρατήσουν ούτε δυο μήνες καθώς ο Δεκέμβρης του ’44 και τα γεγονότα του που πλησιάζουν κουβαλούν για τις ηρωίδες μας αίμα, θυσίες, περπάτημα, αποχωρισμούς, όλεθρο και παράνοια.
Στις σελίδες του το κλίμα της ζοφερής κατοχικής Ελλάδας, το παρασκήνιο και τα γεγονότα των Δεκεμβριανών φωτίζονται με τρόπο ρεαλιστικό πληροφορώντας μας έτσι για το πιο ζοφερό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, ένα κομμάτι που εγώ προσωπικά αγνοούσα κατά μεγάλο ποσοστό καθώς δυστυχώς στο σχολείο δεν το διδάχτηκα ποτέ ουσιαστικά, μιας και όποτε το προσέγγιζε αυτό γινόταν μονό επιφανειακά. Η έρευνα που έχει κάνει ο συγγραφέας είναι πολύ μεγάλη και τεκμηριωμένη πράγμα που φαίνεται και από τις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. Η ροή του είναι γρήγορη και καταιγιστική όπως και η υπόθεση κάτι που φυσικά σε κρατά θέσμιο της ανάγνωσης.
Διαβάστε το……. πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο η Ιστορία, η συγκίνηση που προκαλεί πάντα η ανιδιοτελής αγάπη της μάνας, η αντικειμενικότητα και η πραγματική Λογοτεχνία πρωταγωνιστούν από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα!

Ακολουθούν «Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς»!

Βαθμολογία 5/5


Στοιχεία Βιβλίου:
Συγγραφέας: Θοδωρής Παπαθεοδώρου
Εκδ.: Ψυχογιός
Ημερ.Εκδ.:19/10/2009
Σελ.:640





Δήμητρα Κωλέτη

******
Μια σοκαριστική σκηνή που δείχνει την πείνα και την εξαθλίωσή της στην κατοχική Αθήνα τον χειμώνα του ’41 - '42 (σελ.203-4)

…. Πρώτα άκουσα τις φωνές. Όχι λέξεις, όχι κουβέντες. ουρλιαχτά και γρυλίσματα σαν πληγωμένου ζώου. Κάποια φράση σκόρπια πού και πού ανάμεσα σε μουγκρίσματα και αλαλαγμούς. ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Έστριψα στην γωνία με γρήγορο βήμα, σπρωγμένη από ανησυχία και περιέργεια. Αυτό που αντίκρισα με άφησε άλαλη.
Δυο κορίτσια στην ηλικία της Κατερινούλας μου περίπου. άπλυτα, βρόμικα, αφρόντιστα. Τα ελεεινά κουρέλια που φορούσαν έπλεαν πάνω στα σκελετωμένα κορμάκια τους. Είχαν αρπαχτεί χέρι με χέρι και τραβολογούσαν το ένα το άλλο. Με πάθος, με μίσος. Αίματα έτρεχαν από τα πρόσωπα και τα χέρια τους. Γρατζουνιές, σπρωξιές και χτυπήματα. Ξέσκισε η μία τα μούτρα της άλλης. Για ένα κομμάτι γης, για ένα μικρό τμήμα στο πεζοδρόμιο. για να σταθούν εκεί που βρίσκονταν, για να υπερασπιστούν τον χώρο τους, να μην κάνουν βήμα πίσω.
Δεν καταλάβαινα.
Ήμουν μακριά γι’ αυτό δεν καταλάβαινα. Όταν πλησίασα αντιλήφθηκα τι συνέβη. Το γεμάτο γάλα κονσερβοκούτι που κρατούσε το ένα κορίτσι είχε πέσει στο έδαφος. Το πολύτιμο λευκό υγρό χύθηκε και απλώθηκε στο πεζοδρόμιο. Είχε γεμίσει τις ραγισματιές, είχε λιμνάσει στα βαθουλώματα. Για τούτη την άσπρη λιμνούλα ξεσκίζονταν αυτά τα παιδιά σαν τα άγρια ζώα. Το δεύτερο είχε επιτεθεί στο πρώτο, ήθελε τη λεία, ήθελε μερίδιο.
Άρχισα να τρέχω και να φωνάζω σαν αλλοπαρμένη. Έπρεπε να χωρίσω τα παιδιά, ήταν ικανά να σκιστούν στα δύο από τη λύσσα που δημιουργεί η πείνα. Με τις φωνές και τα ποδοβολητά μου το δεύτερο φοβήθηκε και εγκατάλειψε τη μάχη. Αυτό που έμεινε έβγαλε το τριμμένο παλτουδάκι του, το φτιαγμένο από στρατιωτική κουβέρτα, και το έριξε στην λιμνούλα του γάλακτος που απλωνόταν στο πεζοδρόμιο. Έπειτα κάθισε και αυτό κατάχαμα, το πήρε στα ματωμένα χεράκια του, έριξε πίσω το κεφάλι κι άνοιξε διψασμένο το στόμα. Σφούγγιζε με την ανάστροφη του χεριού  το αίμα που τις πασάλειβε το πρόσωπο και άρχισε να πίνει λαίμαργα τις σταγόνες που έτρεχαν από το μουσκεμένο ύφασμα. Γάλα και αίμα. Ανακατεμένα μαζί, κυλούσαν από τις άκρες του προσώπου της. Σήκωνε τότε ξανά το χέρι, σκούπιζε το γάλα και το έγλειφε με ικανοποίηση. Ύστερα ξανάριχνε το παλτουδάκι του στο πεζοδρόμιο, στα υπολείμματα, να μαζέψει από κάτω κάθε σταγόνα μαζί με χώματα και ακαθαρσίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου