Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Ματωμένα χώματα - Διδώ Σωτηρίου

Το βιβλίο «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου εκδόθηκε το 1962, θεωρείτε ένα από τα καλύτερα ελληνικά best seller καθώς έχει ξεπεράσει σε αντίτυπα τα 400.000 και έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και στην Τουρκία. Είναι ένα βιβλίο που το διαβάζω για δεύτερη φορά - η πρώτη ήταν πριν από οχτώ χρόνια- και η μόνη λέξη που μπορώ να βρω για να το χαρακτηρίσω είναι η λέξη Αριστούργημα!
Χωρίς βαρύγδουπες εκφράσεις αλλά με τρόπο ουσιώδες και ρεαλιστικό η συγγραφέας σκύβοντας, όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου, στις μνήμες των ζωντανών κατορθώνει να αποτυπώσει την Ιστορία των χωμάτων της Μικρασιατικής γης, των χωμάτων που ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα του ελληνικού πληθυσμού, των χωμάτων που συνδέονται με τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας....... Μέσα από τις σημειώσεις του Μικρασιάτη, Μανώλη Αξιώτη, του κεντρικού ήρωα και αφηγητή, τις οποίες και παρέδωσε ο ίδιος στην συγγραφέα, παρακολουθούμε στις τέσσερις ενότητες την πορεία ζωής του, η οποία και ξεκινά από τα ειρηνικά χρόνια στο χωριό του, στο Κιρκιντζέ όπου περιγράφεται η ανεμελιά των παιδικών του χρόνων, η αδελφική φιλία του με ένα τουρκόπουλο, τον Σεφκιέτ, καθώς και η ομαλή συμβίωση των Ρωμιών και των Τούρκων (1η ενότητα), περνάει ως την υποχρεωτική θητεία στα Αμελέ Ταμπουρου, όπου η απανθρωπιά και η φρικαλεότητα σοκάρουν (2η ενότητα), κοντοστέκεται στην λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και στην έλευση του ελληνικού στρατού το Μάιο του ’19 (3η ενότητα) και καταλήγει έως το Μέτωπο και στην Καταστροφή του ’22 με τον εκτοπισμό του ελληνικού πληθυσμού από τα προαιώνια χώματα (4η ενότητα).
Διαβάζοντάς τις ενότητες τα συναισθήματα μου άλλαζαν όπως και αυτές με τρόπο ραγδαίο. από την ανεμελιά και την ηρεμία του 1ου κεφαλαίου, στην φρίκη και στην απέχθεια για τα ζοφερά μυαλά των βασανιστών του 2ου κεφαλαίου, και από εκεί στην προσωρινή γαλήνη και ανακούφιση της αποβίβασης του ελληνικού στρατού το ‘19 του 3ου κεφαλαίου έως στην αγωνία της Καταστροφής του ’22 στο 4ο και τελευταίο κεφάλαιο. Οι σκηνές στα Αμελέ Ταμπουρού (=τάγματα εργασίας), των πληγωμένων-ακροτηριασμένων φαντάρων στο στρατιωτικό νοσοκομείων καθώς και των σφαγών του '22 σοκάρουν με τον ρεαλισμό τους. 
        Τα «Ματωμένα χώματα» -τι εύστοχος τίτλος! ποιο άλλο επίθετο θα μπορούσε να προσδιορίσει τα μικρασιατικά χώματα από το εν λόγω!- είναι ένα κλασικό βιβλίο στο οποίο λέγονται αλήθειες για την Ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τους συμμάχους και την ιμπεριαλιστική πολιτική τους, στο βωμό της οποίας χύθηκε τόσο αθώο αίμακαθώς και για τα ολέθρια λάθη των Ελλήνων ηγετών. Όσοι δεν το έχετε κάνει ήδη, διαβάστε το!!
Είναι απ' τα βιβλία που πρέπει να διαβαστούν από ΟΛΟΥΣ!!

Βαθμολογία 5/5 

Βιογραφία Συγγραφέως
Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Ματωμένα χώματα
Συγγραφέας: Διδώ Σωτηρίου
Εκδ.: Κέδρος
Ημερ.Εκδ.: 1962
Σελ.: 340


Δήμητρα Κωλέτη


******

αποσπάσματα για την Καταστροφή (σελ. 311-14, 340):


-Φωτιά!
-Φωτιά !
-Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
         Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
-Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
- Κατά κει φαίνεται νά 'ναι.
- Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
-Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιό συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους... 
 Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση;
      Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε νά τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τούς βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή ! Σφαγή !
-Παναγιά, βοήθα!
-Προφτάστε.
- Σώστε μας!
      Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! 'Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
       Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν νά 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
-Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τούς τους κερατάδες!)
     Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις 'Άγιες Τράπεζες και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει…….
      Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά,τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη ! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ' ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
      Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!

        Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά κι εμένα ο νους μου να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να 'ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε.....
          Αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοιλέ..... Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα. Κάχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου