Την πολυγραφότατη Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη είχα την χαρά να την συναντήσω σε μια από τις παρουσιάσεις του βιβλίου της «Άρωμα βανίλιας» που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή μου την χρονιά που κυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο. Όταν την αντίκρισα και άκουσα τον λόγο της το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως ναι μόνο από έναν τόσο δοτικό, γλυκό και τρυφερό άνθρωπο μπορούσαν να γραφούν τα βιβλία «Άρωμα βανίλιας», «Μικροί άγγελοι» και «Αγαπώ θα πει χάνομαι», τα βιβλία δηλαδή της συγγραφέως που τότε είχα διαβάσει, και στα οποία η αγάπη, η φιλία και ο έρωτας αποτυπώθηκαν με τόσο τρυφερό και μεταδοτικό τρόπο, δίνοντας έτσι στα συναισθήματα αυτά την διάσταση που τους αναλογεί. Θεωρώ πως κάθε συγγραφέας δίνει στο γραπτό του ένα κομμάτι της ψυχής του, αυτή η πίστη επιβεβαιώθηκε μόλις αντίκρισα την Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη σε εκείνη την παρουσίαση, μόλις άκουσα την χροιά της φωνής της, μόλις είδα το τρυφερό της βλέμμα, με το οποίο αγκάλιασε όλους τους παρευρισκόμενους της συγκέντρωσης….
Στις ακόλουθες απαντήσεις λοιπόν του ερωτηματολογίου μου, το οποίο δέχτηκε να απαντήσει, παρά το βαρύ πρόγραμμα λόγω των παρουσιάσεων σε όλη την Ελλάδα του νέου της βιβλίου που κυκλοφόρησε τον Μάιο με τίτλο «Στην αγκαλιά του ήλιου», μας αφήνει, όπως και στα βιβλία της, να δούμε, για άλλη μια φορά, ένα κομμάτι της όμορφης ψυχής της!
Την ευχαριστώ θερμά για την συνέντευξη που μου παραχώρησε! Απολαύστε την...!
1. Το νέο σας πόνημα κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τίτλο «Στην αγκαλιά του ήλιου»! Αφού σας ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο, θα σας ζητήσω να μας πείτε δυο λόγια γι’ αυτό.
Αρχές της περσινής άνοιξης ήταν που ξεκίνησα τις εκδηλώσεις για τα «Δίδυμα Φεγγάρια», το μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 2014. Ήμουν χαρούμενη που θα γινόμουν και πάλι ένα με τους αναγνώστες μου. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου έφτασα και στη μαγευτική Κρήτη. Κι έτυχε να μείνω σε ένα ξενοδοχείο, στον Άγιο Νικόλαο.
Πάνω ακριβώς από τη Λίμνη.
Την κοιτούσα ώρες από το μπαλκόνι μου τη λίμνη. Την κοιτούσα, μαγεμένη. Είχα κολλήσει το βλέμμα μου στα γυμνά, κοκκινόχρωμα βράχια της και στον γκρεμό τους που ορθώνεται κατακόρυφος και καθρεφτίζεται στα νερά. Ξαφνικά ένας νεαρός άντρας βούτηξε στο κενό. Από εκείνο τον γκρεμό. Κι έπεσε στη Λίμνη. Από μεγάλο ύψος. Γρήγορα τον είδα να ξεπροβάλλει στην επιφάνεια. Χαμογελούσε.
Και μαζί του, μου χαμογελούσε και η ίδια η λίμνη. Γιατί ήξερε πως στα νερά της καθρεφτιζόταν η ομορφιά, το μυστήριο και η μαγεία που χρειαζόμουν τόσο, για να συνεχίσω να γράφω το μυθιστόρημα που είχα ήδη ξεκινήσει, για να τα καταφέρω να φτάσω «Στην αγκαλιά του ήλιου».
Όταν άρχισα να γράφω για την Κρήτη, αχ, πίστεψα πως δε θα τελειώσω ποτέ. Όταν καταπιάστηκα με αυτό το κομμάτι της γης, με την τόσο δυνατή ενέργεια, παρασύρθηκα. Τα μάτια μου γέμισαν φως. Μύριζα το δίκταμο, το θυμάρι, το φασκόμηλο, τη ρίγανη, τραγουδούσα κρητικές μαντινάδες. Έρωτας είναι η Κρήτη, έρωτας!
Έγραφα κι άκουγα να ουρλιάζουν μέσα μου τα λόγια του λατρεμένου Καζαντζάκη. Κι ήταν τόσο εύκολο να ανακαλύψω τον ήλιο σε αυτό το νησί. Μεμιάς παρασύρθηκα, μεμιάς χώθηκα βαθιά στην ιστορία του. Ταξίδεψα μέχρι τη Μάχη της Κρήτης.
Άρχισε τότε να χορεύει παρέα με τις λέξεις και με τους ήρωες αυτό το μυθιστόρημα. Να χορεύει πεντοζάλη. Στο παρελθόν.
Σε μια δυνατή αληθινή ερωτική ιστορία, κρυμμένη χρόνια μέσα στο μυαλό μου. Τον έρωτα μιας Αρετούσας κι ενός Ερωτόκριτου. Μιας Κρητικοπούλας κι ενός Γερμανού, σε εκείνα τα πονεμένα, τα δυσβάσταχτα χρόνια. Κι όλα μπερδεύτηκαν κι όλα άρχισαν να χορεύουν ξέφρενα, σε μια συγκλονιστική περιπέτεια ζωής.
Σε αυτό το μυθιστόρημα αποτίω φόρος τιμής σε μια γυναίκα, μια ηρωίδα, που κάπου, κάπως κάποτε, άνοιξε για χάρη μου τα κατάβαθα της ψυχής της. Ήθελε να παραμείνει ανώνυμη. Oρκίστηκα να της κάνω το χατίρι.
Και το μυθιστόρημα τραβούσε τον δρόμο του και εγώ συνέχιζα να χορεύω στα μονοπάτια του, παρέα με τις λέξεις και με τους ήρωες. Να χορεύω πεντοζάλη.
Στο παρόν.
Κι αγκάλιασα μια μπερδεμένη συναισθηματικά ηρωίδα. Που προσπαθεί να πιαστεί από κάπου, από οπουδήποτε. Που σαστίζει μπροστά στη ζωή, παλεύοντας να διαχωρίσει τα όρια ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Παρέα της άρχισα να ψάχνω να βρω τις δύσκολες απαντήσεις που γύρευα.
Η Βαλέρια, η ηρωίδα μου, είναι πρώτη χορεύτρια της Λυρικής Σκηνής. Μια από τις πιο ονομαστές της χώρας μας. Αποκούμπι της ζωής της κι ανάσα της μαζί είναι χορός. Μόνο που η Βαλέρια είναι συνάμα και κλέφτρα. Είναι άραγε μια μοντέρνα θηλυκή έκδοση του Ρομπέν των Δασών ή μια απλή κακοποιός;
Υπάρχουν κι άλλοι πολλοί καθημερινοί ήρωες που θυσιάζονται για την αγάπη τους. Μια Ρωσίδα αριστοκράτισσα. Μια μυστική αστυνομικός. Και η Φωτεινή, η μητέρα της Βαλέριας, μια γυναίκα με χάρτινες αναμνήσεις, με καρδιά παγωμένη, που κρυώνει συνέχεια. Δε στεφανώνονται με συναισθήματα οι εικόνες της ζωής όταν απουσιάζει η ζεστασιά. Υπάρχει ακόμα κι ένα Τέρας που αγαπάει τις κόκκινες φλοκάτες.
Αλλά κι ένα πτώμα στον Άγιο Νικόλαο. Πεταμένο στη Λίμνη…
Πρώτα απ’ όλα, και πάνω απ’ όλα, υπάρχουν οι αναγνώστες του βιβλίου μου. Προσπάθησα να τους ενώσω με τους ήρωες και τα συναισθήματά τους. Να τους βοηθήσω να τους νιώσουν, να τους καταλάβουν, ακόμα και να τους υπερασπιστούν. Να γίνουν ήρωες στη θέση τη δική τους.
2. Ποιο ήταν το ερέθισμα που έπλασε στο μυαλό σας την υπόθεση του νέου σας βιβλίου «Στην αγκαλιά του ήλιου»;
Η γραφή ήταν και είναι η ίδια η ανάσα μου. Είναι όμως ποτέ δυνατόν να μη με επηρεάζει η εποχή μας; Ό,τι κι αν γράφω, ό,τι κι αν σκεφτώ, αφετηρία έχει την εποχή που ζω και τις ανάγκες της…
Θέτω πάντοτε έναν στόχο. Που αποτελεί την πηγή της έμπνευσής μου.
Χρειάζομαι μια πρόταση, μια ιδέα, κάτι να με βοηθήσει να ξεκινήσω το ταξίδι. Παρέα με τους ήρωες βιώνω καταστάσεις, γίνομαι κομμάτι τους. Προσπαθώ να ζωντανέψω συναισθήματα, να καταθέσω την ψυχή μου.
Έγραφα το μυθιστόρημά μου «Στην αγκαλιά του ήλιου» κι άκουγα να ουρλιάζουν μέσα μου τα λόγια του λατρεμένου Καζαντζάκη. Έγραφα και πάλευα να ζωντανέψω «ήλιους» σε μια εποχή που τους έχει τόσο ανάγκη. Σε μια εποχή που μας εκλιπαρεί να φωτίσουμε τους σβησμένους ήλιους των άλλων.
Έγραφα και οι «ήλιοι» μου, άρχισαν να γίνονται ένα με αυτούς τους ανθρώπους που χώνονται ξαφνικά στη ζωή μας κι ύστερα φεύγουν.Εξαφανίζονται.
Στις πιο μικρές στιγμές μαζί τους όμως, ζούμε ολόκληρη τη ζωή μας. Όπως λέει και ο ποιητής, Τάσος Λειβαδίτης.
Γιατί η ευτυχία είναι μικρές μικρούτσικες στιγμές. Και γιατί εκείνοι οι άνθρωποι σημαδεύουν για πάντα την ύπαρξή μας.