Τον Δεκέμβριο του 1991 η Πάουλα, η κόρη της Χιλιανής συγγραφέως Ιζαμπέλ Αλιέντε πέφτει σε κώμα όταν η πορφύρα, η σπάνια γονιδιακή ασθένεια που για είκοσι οχτώ χρόνια είχε κρυφτεί χθόνια στα γονίδια της, βγαίνει από την σκοτεινή της κρυψώνα και πλήττει με τον πιο αδηφάγο τρόπο το σώμα της. Το σοκ, ο πόνος και η αγωνία των δικών της ανθρώπων και κυρίως της μητέρας της είναι τέτοιο που τους παγώνει. Βλέποντας την απόγνωση της Ιζαμπέλ, η ατζέντης της, της κάνει δώρο ένα μεγάλο τετράδιο με κίτρινες σελίδες και την παρακινεί να γράψει. «Γράψε για να ξαλαφρώσεις, γιατί αλλιώς θα πεθάνεις από την αγωνία, καημενούλα μου» της λέει και εκείνη γράφει. Γράφει για την ίδια, για να αποσπά το μυαλό της. γράφει για την Παουλα, για να έχει, όταν θα βγει από το κώμα, αναμνήσεις. γράφει για εμάς και μας μιλά για το συναίσθημα της απώλειας, τον θρήνο αλλά κυρίως για την υπέρτατη μορφή αγάπης, αυτή, δηλαδή, που νιώθει μια μάνα για το σπλάχνο της.
Το βιβλίο λοιπόν ξεκινά τον Δεκέμβρη του 1991 με την Ιζαμπέλ Αλιέντε να κάθεται στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου και να γράφει για την πορεία ζωής της και πως έφτασε στο τώρα. Μας μιλά για τον χωρισμό των γονιών της, το μεγάλωμα στο σπίτι του παππού Τάτα και της διορατικής γιαγιάς της, τις περιπλανήσεις με τον πρέσβη πατριό της, τους πρώτους έρωτές της, την οικογενειακή σχέση της με τον πολιτικό και μετέπειτα πρόεδρο της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην εξορία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Χιλή του 1973, τον γάμο της και την γέννηση των δυο παιδιών της καθώς και το πώς και με ποιές αφορμές έγραψε τα πρώτα της μυθιστορήματα που την καθιέρωσαν ως μια από τις παγκοσμίως επιτυχημένες συγγραφείς. Μα πάνω από όλα μας μιλά για τα συναισθήματά της στην πιο τραγική στιγμή της ζωής της, στην στιγμή που η κόρη της βρίσκεται στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, στην στιγμή που η καρδιά και η ψυχή της μάνας αιμορραγεί...
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η συγγραφή συνεχίζεται..., η Πάουλα βρίσκεται ακόμα σε κώμα... το μόνο που έχει αλλάξει είναι ο χώρος, μιας και η ασθενής έχει μεταφερθεί στο σπίτι της μητέρας της στην Καλιφόρνια καθώς και η συνειδητοποίηση ορισμένων από τους οικείους της ως προς ποια θα είναι η κατάληξη της αγαπημένης τους Πάουλας. Οι ψευδαισθήσεις σ’ αυτό το σημείο λοιπόν έχουν μείνει πίσω.... και αυτό πονά....
Η «Πάουλα» είναι ένα συγκινητικό και όχι δακρύβρεχτο βιβλίο που με καθήλωσε! Ο λόγος της συγγραφέως ήταν έντονος, χειμαρρώδης, ποιητικός και ρεαλιστικός. Ήταν μια κατάθεση ψυχής που με άγγιξε από το εισαγωγικό κιόλας σημείωμα του. Η μελαγχολία του αναπόφευκτου, η αγωνία και η φθορά ψυχής της μάνας με συντρόφευε καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης ενώ τα ιστορικά γεγονότα που έζησε η συγγραφέας και μας τα μετέφερε στις σελίδες του βιβλίου με έβαλαν στην συγκεκριμένη εποχή αβίαστα. Κλείνοντάς το παίρνω πολλές εικόνες, πολλά συναισθήματα. Ένα από αυτά: η τρυφερότητα. Μία από αυτές: ο αποχαιρετισμός του επιλόγου.
Διαβάστε το....η αφοσίωση της μάνας θα σας συγκινήσει, θα σας συγκλονίσει!
Μια έντονη σκηνή που μ’άγγιξε:
Πνίγομαι από συγκρατημένο πόνο, βγαίνω στη βεράντα και ο αέρας δεν μου φτάνει για τόσα αναφιλητά, η βροχή δεν μου φτάνει για τόσα δάκρυα. Τότε παίρνω το αυτοκίνητο, απομακρύνομαι προς τους λόφους και σχεδόν στα τυφλά φτάνω στο δάσος των περιπάτων μου, όπου τόσες φορές βρίσκω καταφύγιο για να σκεφτώ μόνη μου. Προχωράω με τα πόδια στα μονοπάτια που ο χειμώνας έχει αχρηστεύσει, τρέχω σκοντάφτοντας σε κλαδιά και κοφτερές πέτρες, ανοίγοντας δρόμο μέσα στην πράσινη υγρασία αυτού του απέραντου φυτικού χώρου, παρόμοιου με τα δάση της παιδικής μου ηλικίας, εκείνα που διέσχιζα πάνω σ’ ένα μουλάρι ακολουθώντας τα βήματα του παππού μου. Προχωρώ με λασπωμένα πόδια, μουσκεμένα ρούχα και την καρδιά να ματώνει κι όταν σκοτεινιάζει και δεν μπορώ πια να περπατώ άλλο, και να σκοντάφτω και να γλιστράω και να σηκώνομαι ξανά και να εξακολουθώ να παραπατάω, πέφτω τελικά στα γόνατα, τραβοκοπάω την μπλούζα μου, πετάγονται τα κουμπιά και με τα μπράτσα διπλωμένα σε σταυρό και το στήθος γυμνό φωνάζω το όνομά σου, κόρη μου. Η βροχή είναι ένας μανδύας από σκοτεινό κρύσταλλο, τα ζοφερά σύννεφα χώνονται ανάμεσα στις κορφές των μαύρων δέντρων και ο άνεμος δαγκώνει το στήθος μου, μπαίνει στα κόκαλά μου και με καθαρίζει από μέσα με παγωμένα σφουγγάρια. Βυθίζω τα χέρια μου στη λάσπη, πιάνω το χώμα με τις χούφτες και το φέρνω στο πρόσωπο, στο στόμα, μασάω αλμυρούς σβόλους λάσπη, εισπνέω βαθιά την όξινη μυρωδιά από το μαυρόχωμα και το φαρμακευτικό άρωμα των ευκαλύπτων. Γη, πάρε την κόρη μου, δέξου την, τύλιξέ τη, θεά μητέρα γη, βοήθησέ μας, της ζητάω, κι εξακολουθώ να βογκάω μέσα στη νύχτα που πέφτει πάνω μου, φωνάζοντας εσένα, φωνάζοντας εσένα. Πέρα μακριά περνάει ένα κοπάδι αγριόπαπιες και παίρνει το όνομά σου προς το νότο. Πάουλα, Πάουλα...
Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Πάουλα
Συγγραφέας: Isabelle Allende
Εκδ.: Ωκεανίδα
Ημερ.Εκδ.: 1996
Σελ.:449
Δήμητρα Κωλέτη
Το λάτρεψα αυτό το βιβλίο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρά την τραγικότητά του, μου μετέδωσε μία απίστευτη αισιοδοξία και πίστη στη ζωή...