Το λογοτεχνικό μου ραντεβού με την αγαπημένη μου συγγραφέα Σ. Θεοδωρίδου και με «Το κορίτσι απ’ την Σαμψούντα» μόλις ολοκληρώθηκε προσφέροντας μου απλόχερα μέσα από την ιστορία της Καλλιόπης και του Πόντου, συναισθήματα, εικόνες, παράδοση και Ιστορία. Για άλλη μια φορά η ευαίσθητη, προσεγμένη και γλαφυρή γραφή της Σ.Θεοδωρίδου κάλυψε τις λογοτεχνικές μου ''απαιτήσεις'' χαρίζοντας ταυτόχρονα στους αναγνώστες και στην εγχώρια Λογοτεχνία ένα ακόμα ΚΟΣΜΗΜΑ!
Λίγα λόγια για την υπόθεση:
Η Καλλιόπη μια μαγιάτικη νύχτα του 1919, πάνω στην μάντρα του σπιτιού της στην Σαμψούντα, κατακλύζεται από τις θύμισες του παρελθόντος της, θύμισες που την γεμίζουν γλυκιά νοσταλγία αλλά και απέραντη μελαγχολία. Έχοντας ακροατή τον Αριστείδη Φωτιάδη εξομολογείται τα γεγονότα που στιγμάτισαν την μέχρι τώρα ζωή της ίδιας, της οικογενείας της καθώς και των συμπατριωτών της. Με το μυαλό της γίνεται και πάλι εννιά χρονών παιδί όπου και ζει τις προετοιμασίες του γάμου του μεγάλου της αδερφού,Ευκλείδη με την Παρθενόπη, την ακύρωση του από την αιφνίδια στρατολόγησή του, την σύλληψή του πατέρα της από τους Νεότουρκους, την δραπέτευση του Ευκλείδη από τον τούρκικο στρατό και την ένταξή του στο αντάρτικο ενώ ακολουθεί μαζί με την μητέρα της, την γιαγιά της, την φίλη της Συμελίτσα, την Παρθενόπη και όλα τα γυναικόπαιδα της Σαμψούντας τις πορείες που τις οδηγούν στα βάθη του Πόντου κάνοντας πρώτα μικρές και συχνές στάσεις μπρος στον Θάνατο. Το χιόνι που τους συνοδεύει καλύπτει με την αγνότητά του τα πτώματα των εξασθενημένων ανθρώπων, τα αίματα των πληγωμένων ποδιών και τις κραυγές των βιασμών. Φτάνοντας στο χώρο συγκέντρωσης στην πόλη Χάζβα έρχονται αντιμέτωποι για άλλη μια φορά με την πείνα, την εξαθλίωση και τις μεταδοτικές ασθένειες που σαρώνουν τα παραπήγματά τους. Η μητέρα της γνωρίζοντας πως έχει προσβληθεί από τύφο εμπιστεύεται στην γειτόνισσά της, στην Μόρφω, την Καλλιόπη όπου δραπετεύουν από το κολαστήριο αυτό και επιστρέφουν στην Σαμψούντα, στην οποία την περιμένει ο ελεύθερος πλέον πατέρας της.Τελειώνοντας την αναδρομή και κατεβαίνοντας από την μάντρα η δεκατετράχρονη Καλλιόπη αγνοεί πως η Ιστορία δεν έχει γράψει ακόμα την τελευταία της μαύρη σελίδα…..
Έτσι το 1921 ο Αριστείδης θα την γλιτώσει από έναν ανεπιθύμητο γάμο που τις ''επιβάλλουν'' οι συγγενείς, στους οποίους είχε προστρέξει μετά τον θάνατο του πατέρα της και την σύλληψη του μικρού της αδερφού, Λάμπου, από τους Κεμαλικούς, και θα την οδηγήσει στην Σμύρνη την κοσμοπολίτισσα και πλανεύτρα μέσα από τα μονοπάτια του έρωτά του. Οι λίγες αλλά πολύτιμες στιγμές με τον άντρα της θα την συντροφεύουν στο ταξίδι της προς τον Πειραιά τον Αύγουστο του ’22 και θα αποτελέσουν αποκούμπι στο άκουσμα της Καταστροφής της Σμύρνης τον Σεπτέμβρη του ’22 και της ενδεχόμενης απώλειας του ανθρώπου που της άγγιξε την καρδιά και την μύησε στον έρωτα……….Μετά από δέκα χρόνια και από πολλές ταλαιπωρίες κάποιοι από τους ήρωες θα ενωθούν διδάσκοντας μας πως τον κόσμο τους :«Δεν τον αφάνισαν! Το προσπάθησαν, όμως δεν τα κατάφεραν. Κι αυτό γιατί δεν τα κατάφεραν να αφανίσουν όλους εμάς. Αφήσανε τον σπόρο και αυτός βγάζει ρίζες και κλώνια και θεριεύει. Ναι…ίσως χαθήκανε για εμάς τα μέρη εκείνα ύστερα από χιλιάδες χρόνια, όμως οι μνήμες θα ζουν πάντα εδώ, στην καρδιά και στο μυαλό μας και θα περνούν σε παιδιά και σε εγγόνια…..»
Ένα υπέροχο βιβλίο!!! Δεν είχα διαβάσει ποτέ πάλι μυθιστόρημα που οι ήρωες να τοποθετούνται χρονικά στον Πόντο του 20ου αιώνα και στην γενοκτονία που συντελέστηκε στα χώματα αυτά και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Η ιστορία της Καλλιόπης, του Αριστείδη, του Ευκλείδη και της Παρθενόπης καθώς και της Σαμψούντας με συγκίνησε με την τραγικότητα της αλλά και με δίδαξε με το μεγαλείο ψυχής και την περηφάνια που απέπνεε. Οι περιγραφές της Θεοδωρίδου με έκαναν συμμέτοχη στις δύσκολες στιγμές των αλησμόνητων πατρίδων και της Ιστορίας. Η Ιστορία και η μυθοπλασία του ήταν άριστα συνυφασμένες. Με μια γρήγορη ροή και μια πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή το ενδιαφέρον μου κρατήθηκε αμείωτο. Οι πορείες θανάτου μέσα στο χιόνι με εξόργισαν, με πόνεσαν, με έκαναν να κλάψω.......είναι από τις πιο έντονες στιγμές. «Το κορίτσι απ’την Σαμψούντα» είναι ένα βιβλίο που δεν το αφήνεις έτσι εύκολα από τα χέρια σου και όταν αυτό το κάνεις το κουβαλάς στο μυαλό σου μέχρι να ‘ρθει η στιγμή για να συνεχίσεις την ανάγνωσή του. Το ΛΑΤΡΕΨΑ!
Συγχαρητήρια στην συγγραφέα!Εύχομαι να της δίνει ο Θεός τέτοιες εμπνεύσεις που όταν γίνουν λόγος αποτυπωμένος στο χαρτί να συμβάλει στην εγχώρια Λογοτεχνία!!
Διαβάστε το! Αξίζει, αξίζει πολύ!
Διαβάστε το! Αξίζει, αξίζει πολύ!
Βαθμολογία 5/5
Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Το κορίτσι απ'την Σαμψούντα
Τίτλος: Το κορίτσι απ'την Σαμψούντα
Συγγραφέας:Σόφη Θεοδωρίδου
Εκδ.: Ψυχογιός
Ημε.Εκδ.:06/03/2014
Σελ.:536
Δήμητρα Κωλέτη
Ο ήλιος ανέτειλε και βελόνιασε τις ίριδες. Άστραψε το πάλλευκο τοπίο τυφλώνοντας τους και υποχρεώνοντάς τους να προχωρούν με μάτια σχεδόν κλειστά. Κάποια γυναίκα σωριάζονταν αναπάντεχα, σαν σκόνταφτε σ'ένα πεσμένο ξερόκλαδο, κι ένα τρεμάμενο χέρι απλώνονταν πάντα να βοηθήσει. Παραπατούσαν απ'την πείνα, που λιμάριζε τα σωθικά άγρια σαν λυσσασμένο αγρίμι. Το ξαφνικό ουρλιαχτό από γυναικεία χείλη έκανε τα αδειανά στομάχια να συσπαστούν ανεξέλεγκτα και η πικρή χολή τούς βίασε το στόμα. Η Καλλιόπη μισάνοιξε τα μάτια και είδε την μάνα της Θυμίας να στέκεται ασάλευτη στη μέση της πορείας, κραυγάζοντας σπαρακτικά. Η μικρή είχε σταματήσει κι αυτή να βαδίζει και την κοίταζε με απάθεια, καθώς ύψωνε το αγοράκι στον ουρανό,λες και ζητούσε έλεος. Οι γυναίκες προχώρησαν ανοίγοντας σαν βεντάλια γύρω της και ξανασμίγοντας πιο πέρα, διακρίνοντας κάποιους από τους φύλακες να πλησιάζει οργισμένος. Η Φωτεινή και η Καλλιόπη ήταν οι μόνες που κοντοστάθηκαν.
Δήμητρα Κωλέτη
******
Μια έντονη σοκαριστική σκηνή (σελ.173-4):
Ο ήλιος ανέτειλε και βελόνιασε τις ίριδες. Άστραψε το πάλλευκο τοπίο τυφλώνοντας τους και υποχρεώνοντάς τους να προχωρούν με μάτια σχεδόν κλειστά. Κάποια γυναίκα σωριάζονταν αναπάντεχα, σαν σκόνταφτε σ'ένα πεσμένο ξερόκλαδο, κι ένα τρεμάμενο χέρι απλώνονταν πάντα να βοηθήσει. Παραπατούσαν απ'την πείνα, που λιμάριζε τα σωθικά άγρια σαν λυσσασμένο αγρίμι. Το ξαφνικό ουρλιαχτό από γυναικεία χείλη έκανε τα αδειανά στομάχια να συσπαστούν ανεξέλεγκτα και η πικρή χολή τούς βίασε το στόμα. Η Καλλιόπη μισάνοιξε τα μάτια και είδε την μάνα της Θυμίας να στέκεται ασάλευτη στη μέση της πορείας, κραυγάζοντας σπαρακτικά. Η μικρή είχε σταματήσει κι αυτή να βαδίζει και την κοίταζε με απάθεια, καθώς ύψωνε το αγοράκι στον ουρανό,λες και ζητούσε έλεος. Οι γυναίκες προχώρησαν ανοίγοντας σαν βεντάλια γύρω της και ξανασμίγοντας πιο πέρα, διακρίνοντας κάποιους από τους φύλακες να πλησιάζει οργισμένος. Η Φωτεινή και η Καλλιόπη ήταν οι μόνες που κοντοστάθηκαν.
"Τι είναι;" ρώτησε ο φρουρός και τ'άλογό του χρεμέτισε δυσοίωνα. Τα γκρίζα μάτια του τους κοίταζαν κρύα και παγωμένα, άδεια από συναισθήματα.
"Το μωρό μου" ψέλλισε αυτή, δείχνοντας του το ασάλευτο βρέφος,που είχε κρεμάσει το κεφαλάκι άψυχα, προσμένοντας μάταια να συναισθανθεί τον πόνο της.
"Πέτα το, αν είναι πεθαμένο" ούρλιαξε εκείνος. "Πέταξέ το και προχώρα! Γρήγορα!" ύψωσε πάνω της το μαστίγιο.
"Έλα καλή μου. Άφησέ το" την πίεσε και η Φωτεινή σιγανά, κι αποσπώντας μαλακά το νήπιο από τα γαντζωμένα της δάχτυλα, το ακούμπησε στο έδαφος και την τράβηξε να συνεχίσουν. Εκείνη αφέθηκε με πνιχτούς λυγμούς, σκουπίζοντας τα μάγουλά με τα αδειανά πλέον χέρια της σέρνοντας το βήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου