Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Καλωσορίζοντας την «Σμύρνα» του Νίκου Γούλια!

        Μια μέρα πριν την κυκλοφορία του τρίτου και τελευταίου βιβλίου της υπέροχης τριλογία του Νίκου Γούλια με κεντρικό τίτλο «Στα χρόνια της ομίχλης», σας παραθέτω τις ΒιβλιοΑναφορές των δυο προηγούμενων βιβλίο: Ιάσμη και Χατισέ.
     Σας παροτρύνω, αν δεν το έχετε κάνει ήδη, να τα διαβάσετε σύντομα καθώς μέσα από τις σελίδες αυτών ταξιδεύουμε στην Χίο της σφαγής του '22, στην Βενετία των καλλιτεχνών, στην τέχνη της θάλασσας και των καραβοκύριδων, στον ρομαντισμό των δυο ερωτικών ιστοριών, της Ιάσμης με τον Νικόλα και της Χατισέ με τον Πάολο καθώς και στην Λογοτεχνία που μας χαρίζει απλόχερα η πένα του αγαπημένου συγγραφέα. Η γραφή του και η πολύπλευρη αφήγηση, που συναντάμε στις σελίδες των βιβλίων, χτίζουν δυο υπέροχα κείμενα που αποπνέουν αρχοντιά και ευαισθησία. Η συγγραφική του δεινότητα μας εντάσσει στις υποθέσεις από την πρώτη κιόλας σελίδα ενώ παράλληλα ενεργοποιεί όλες μας τις αισθήσεις, κάνοντάς μας έτσι να νιώθουμε τα συναισθήματα των ηρώων, να ακούμε τα κύματα που σκίζουν τα καράβια του καπετάν Ισίδωρου και του ανιψιού του, Νικόλα, να οσφριζόμαστε το ιώδιο της θάλασσας, να βλέπουμε τις έντονες εικόνες που περιγράφει. Καλωσορίζουμε λοιπόν αύριο 20 Νοεμβρίου την Σμύρνα! Της εύχομαι να είναι καλοτάξιδη και να βρει την θέση που της αξίζει στα ράφια των βιβλιοθηκών και κυρίως στις καρδιές των αναγνωστών!!


ΒιβλιοΑναφορά του:

1ου Βιβλίου:
     «Στα χρόνια της ομίχλης: Ιάσμη»

      Περιμένοντας να φύγει η πυκνή ομίχλη που έχει σκεπάσει το λιμάνι, εμποδίζοντας τον απόπλου της Φανερωμένης, ο καπετάν Σίδερος, έχοντας συντροφιά τον ανιψιό του Νικόλα και τον καπετάν Γιάννη, κατακλύζεται από οδυνηρές αλλά και νοσταλγικές θύμησες του παρελθόντος. Πέντε χρονών παιδί κωπηλατεί στα φουρτουνιασμένα νερά του Αιγαίου προσπαθώντας να σπρώξει το μικρό καΐκι που μεταφέρει τις ζωές του ίδιου και των δυο μικρότερων αδερφών του, της Μαρκέλλας και της Ελένκω, μακριά από την Σφαγή της Χίου το 1822. Παραδομένοι στα λυσσασμένα κύματα περισυλλέγονται από τον καπετάν Γιάννη ο οποίος και τους μεταφέρει στην Σύρο, που εκεί μαζί με την αδερφή Δομινίκη στήνουν μια ιδιότυπη αλλά όμορφη οικογένεια για σχεδόν δυο χρόνια. Μόλις ο κουρνιαχτός της σφαγής καταλαγιάζει επιστρέφουν στη Χίο όπου και η ζωή τους συνεχίζεται….Όταν η ομίχλη διαλύεται παίρνει μαζί της τις αναμνήσεις του καπετάν Σίδερου και ο Νικόλας σαλπάρει μαζί του στα νερά που θα τον μαγέψουν, που θα τον μεστώσουν και που θα τον μεταφέρουν το 1850 στην Απάνω Σύρο αγκυροβολώντας στο απάνεμο λιμάνι-αγκαλιά της Ιάσμης. Ο Νικόλας και η Ιάσμη θα ζήσουν τον έρωτά τους δημιουργώντας έναν κόσμο μόνο γι’ αυτούς τυλιγμένο μέσα στην μυρωδιά του γιασεμιού και της αλμύρας του κυκλαδίτικου νησιού. Η Ιάσμη όμως χάνεται και ο Νικόλας επιστρέφει στην Χίο έχοντας αφήσει πίσω του την ανέμελη πλευρά του, ζώντας πλέον μέσα στην μελαγχολία του πένθους του. Και η ζωή περνά παρασύροντας μαζί της τα χρόνια...Ο Νικόλας παντρεύεται, αποκτά παιδιά και εγγόνια έχοντας πάντα όμως στην καρδιά και στην ψυχή του τον καημό της Ιάσμης, την πέτρα, «την πέτρα...., ατόφια την είχε βαστηγμένη. Δεν είχε αφήσει μήτε τους ανέμους των καιρών μήτε και των ανθρώπων τη σμύριδα με την τριβή να του τη στρογγυλέψουν, να γίνει κι αυτή όμοια με τα λειασμένα βότσαλα του γιαλού, να περπατούν απάνω τους ο ένας και ο άλλος. Την κράτησε άγρια, κοφτερή και αιχμηρή , κι ας πλήγωνε κι αυτόν τον ίδιο»……

      Ένα υπέροχο βιβλίο!! Με την γλαφυρή,γεμάτη παρομοιώσεις και μεταφορές γραφή του κου Ν. Γούλια, μια γραφή που αποπνέει αρχοντιά, ο αναγνώστης ζει έντονα τις περιπέτειες, τους έρωτες και τις έγνοιες των ηρώων του βιβλίου. Το «Στα χρόνια της ομίχλης: Ιάσμη» είναι ένα όμορφο, ατμοσφαιρικό βιβλίο που μας ταξιδεύει στα λιμάνια της Ερμούπολης, της Χίου και της Σμύρνης του 19ου αιώνα, που μας χαρίζει την ευωδιά της μαστίχας της χιώτικης, του γιασεμιού και της θάλασσας, και που μας ορθώνει τους ήρωες του μπροστά μας κάνοντάς τους πρόσωπα οικεία και αγαπημένα.


Βαθμολογία 5/5
******

2ου Βιβλίου:
     «Στα χρόνια της ομίχλης: Χατισέ»

      Το 2ο βιβλίο του Ν. Γούλια, το «Στα χρόνια της ομίχλης: Χατισέ» είναι ένα βιβλίο που πραγματικά με ενθουσίασε. Με μέσο την γλαφυρή και ατμοσφαιρική του γραφή, ο συγγραφέας, ταξιδεύει αβίαστα τον αναγνώστη σε μέρη όπως η Βενετία, η Σμύρνη, η Σύρος και η Χίος καθώς και σε χρόνους τόσο μακρινούς μα γεμάτους με έρωτα, πάθη, σφαγές, μυστήριο και ομίχλη. Διαβάζοντας το ζεις τις ιστορίες των ηρώων σε ένα σκηνικό που σε μαγεύει και σε παρασύρει στο να θαυμάσεις μαζί με τον Ζοζέφ και την Πηνελόπη την αντανάκλαση του φωτός πάνω στις φίνες πορσελάνες τους, να φτιάξεις με τον μικρό Στέφανο στο γουδί τα χρώματα του ζωγράφου, να μυρίσεις το γιασεμί που έχει τυλίξει το ατελιέ του τουρκομαχαλά και να βιώσεις τον καλλιτεχνικό οίστρο του Πάολο έχοντας ως μούσα του, την απαράμιλλου ομορφιάς, Χατισέ. Όπως η ομίχλη, φεύγοντας σιγά σιγά και νωχελικά, αποκαλύπτει το τοπίο που κάλυπτε κάτω από το πέπλο της έτσι και εδώ τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους ορθώνονται μπροστά μας φέρνοντας μας στην επιφάνεια τις αινιγματικές τους ζωές σελίδα τη σελίδα με τρόπο μυσταγωγικό. Πρόσωπα από την «Ιάσμη» -το 1ο βιβλίο της τριλογίας- ,αν και θεωρείς πως ότι είχε να ειπωθεί γι’ αυτά ειπώθηκε ήδη και ότι ίσως δεν έχουν θέση στην «Χατισέ», κάνουν την εμφάνιση τους ξανά καθώς ο συγγραφέας μας δίνει άλλο ένα κομμάτι τους, το οποίο και βοηθά στην άρτια πλοκή των δυο βιβλίων συνδέοντας τα εντέχνως. Έτσι λοιπόν συναντάμε πάλι την αδερφή Δομινίκη, ως κοπέλα αυτή την φορά, όπου μας αποκαλύπτονται οι συνθήκες που την έκαναν να ακολουθήσει την ζωή της μοναχής, την Ιάσμη που μας φανερώνεται η αινιγματική της καταγωγή καθώς και την Ροδόκλεια,την γιαγιά του καπετάν Νικόλα όπου μας δίνονται απαντήσεις για την μυστηριώδη απουσία της μετά την σφαγή της Χίου.
       Ο Πάολο, ο Στέφανο,η Μαριώ και ο Λιωνής μας βοηθούν στην ''εξιχνίαση'' των ζωών της Ιάσμης και της Χατισέ, δυο γυναικών που μαγεύουν με την αύρα τους, δυο γυναικών που αν και ζουν σε άλλους τόπους και σε άλλες εποχές το νήμα της ζωής της μιας είναι άρρηκτα δεμένο μ’ αυτό της άλλης…..

      Ένα υπέροχο βιβλίο! Εντυπωσιάστηκα για άλλη μια φορά από την γραφή του κυρίου Γούλια! Εικόνες, αρώματα και ήχοι ξεπήδησαν ανεμπόδιστα από τις σελίδες του. Η πλοκή του για εμένα ήταν ανατρεπτική και απρόβλεπτη, με μεγαλύτερη όλων (ανατροπή), αυτή της τελευταίας σελίδας όπου ο πασάς συλλαβίζει το γραικικό όνομα της Χατισέ (όσοι το έχουν διαβάσει καταλαβαίνουν τι εννοώ). Δεν υπήρχε σημείο που να μάντεψα σωστά την εξέλιξή του και αυτό σίγουρα είναι ένα ακόμα συν του βιβλίου. Οι ιστορίες και τα πρόσωπα του 1ου βιβλίου κλείδωσαν αριστουργηματικά μ’ αυτές και μ’ αυτά του 2ου! Αναρωτιέμαι ποιο νήμα θα τραβήξει ο συγγραφέας για να ξετυλίξει την ιστορία του 3ου βιβλίου που θα ακολουθήσει και πως αυτή θα συνυφανθεί με τις ιστορίες και τα γεγονότα των δυο προηγούμενων; Ανυπομονώ για την συνέχεια του λοιπόν!!
Δυο βιβλία που πρέπει να διαβαστούν!
Κάντε το!!Αξίζει!!


Βαθμολογία 5/5



********


3ο Βιβλίο: 
«Στα χρόνια της ομίχλης: Σμύρνα»

Απόσπασμα βιβλίου (παρμένο από το προφίλ του συγγραφέα στο fb μετά την έγκρισή του):

Σμύρνη 1919, ο Ελληνικός στρατός έχει αποβιβαστεί στην Μικρασία… μια εικόνα από τα καταγώγια του λιμανιού τις ώρες που γεννιέται το ρεμπέτικο... και ο Βενιζέλος μεσουρανεί...

«…Ο ήλιος έπεφτε γρήγορα. Το απόβραδο ερχότανε μαλακό στη Σμύρνη ροδίζοντας με τις τελευταίες του ακτίνες τον στενό τσικμά σε όλο του το βάθος έτσι όπως κάθετα τον βρίσκανε απ΄ τη μεριά της Δύσης.
Διστακτικός και σκύβοντας είχε χρειαστεί ο Νίκος να κατέβει τα τρία σκαλιά που χώριζαν το μαγαζί από το ντουσεμέ που ήταν απ΄ έξω για να σταθεί αμήχανος. Εκανε στο πλάι να περάσουν οι άλλοι που παρέες παρέες ερχόντουσαν από πίσω του και μαζί με κάποιους από αυτούς, που χωρίς να το θέλουν τον πήρανε παραμάζωμα, βρέθηκε και εκείνος μέσα.
Μάταια φαινότανε πως είχε σταθεί με την πλάτη στο ντουβάρι κοιτάζοντας σαν χαμένος. Όχι τραπέζι δεν είχε ελεύθερο για να κάτσει μα μήτε καρέκλα ^ όλα ήταν γεμάτα.
Φώτα μπορεί να μην είχε πολλά μα μέσα στο ημίφως όλα τους έμοιαζαν μαγευτικά. Οι χρωματιστές λάμπες που κρεμόντουσαν στο βάθος πάνω από τις πέντε αδειανές καρέκλες και το πορτραίτο του Βενιζέλου, μπογιατισμένες σκορπούσαν τις ανταύγιες στα πρόσωπα, τους τοίχους και σε όσο από το γιαλιστερό λιγδωμένο πάτωμα μπορούσε να φανεί ελεύθερο μέσα σ εκείνο το πλήθος.
Ο μόνος που ξεχώριζε - και δεν ήταν ανάγκη να τον ξέρεις για να καταλάβεις πως ήταν ο μαγαζάτορας – ήταν ο «Παναγής ο κάβουρας». Μ΄ ένα βαρύ τουρμπάνι - που επέμενε πάντα να φορά γύρω από το φέσι του κι ας μην ήτανε Τούρκος, και το κοντό ανοιχτό γιλέκο του που από όποια μεριά κι αν το κοίταζες ήτανε αδύνατο να κρύψει όχι τόσο τις βόλτες που έφερνε το φαρδύ ζωνάρι του γύρω από τη μέση, όσο τους δυό και βάλε πήχεις που κρεμότανε μονόπαντα σχεδόν μέχρι το γόνατο, πραγματικά ξεχώριζε! Αλλά ο Παναγής δεν ξεχώριζε τόσο για όλα εκείνα, ουτε καν για το παρουσιαστικό του, ακόμα ακόμα ούτε και για την ψηλή ψάθινη καρέκλα που είχε δίπλα στο τεζιάκι να κάθεται, όλους να τους κατοπτεύει, όσο από τη συχνή κλίση που έκανε το κεφάλι του ανταποδίδοντας τα καλησπερίσματα και εκείνη την άφωνη κίνηση που κάνανε τα χείλια του προφέροντας από τα σωθικά του ένα ανείπωτο αλλά σαφές και μακρόσυρτο «σπέρααα».
Τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα που ξεσπάσανε απανωτά βρήκαν τον Νίκο με το τσακμάκι στο χέρι και το τσιγάρο μόλις ακουμπισμένο στα χείλια. Τέσσερις άντρες σοβαροί και αγέλαστοι είχανε βγει από το πλάι και πηγαίνανε προς τις αδειανές καρέκλες κάτω από τα φωτάκια. Γυαλίζανε στο μάτι τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους. Σφιχτοί οι κόμποι από τις γραβάτες τους, σφιχτή και η ματιά τους. Οι κατεβασμένες ρεπούμπλικες και οι τραγιάσκες δεν αφήνανε να δεις καθαρά πολλά από τα χαρακτηριστικά τους παρά μόνο τα καλοξυρισμένα μουστάκια τους κάτω από τη μύτη. Τελευταία και σε απόσταση φάνηκε μια γυναίκα με μαύρα κατσαρά μαλλιά και ένα φουστάνι ολόιδιο με το κοκκινάδι της. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χωρίς άλλο νόημα, μια μόνο φορά χτυπήσανε τα ντέλια για να ξεκινήσει κι από τους πέντε με μια φωνή.
«Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ’ την Αθήνα τα θηρία…»
όρθιοι πετάχτηκαν απάνω οι περισσότεροι και λες και άκουγαν τον εθνικό ύμνο μαζί τους τον τραγουδούσαν. Ποτήρια τσουγκρίζανε στον αέρα και μπράτσα απλωνόντουσαν από ώμο σε ώμο.
«…Και στην άμυνα εκεί όλοι οι αξιωματικοί
πολεμάει κι ο Βενιζέλος…»
χαλασμός τα χειροκροτήματα. Το μαγαζί έγινε άνω κάτω. Τα γκαρσόνια δεν προλαβαίναν να παίρνουνε τα αδειανά κατρούτσα και να τα ξαναεπιστρέφουν γεμάτα ως απάνω.
«…Της αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά…» 
τα γιούχα και τα σιχτίρ παίρνανε και δίνανε. 
Η Ρόζα με το κατσαρό μαλλί και το τσακίρικο το μάτι έφερνε βόλτες χτυπώντας το ντέφι στον αέρα. Βόλτες έφερνε και η ματιά του Νίκου στο κόκκινο ρούχο που ήτανε κολλημένο απάνω στο κορμί της.
«… της αμύνης το καπέλο έφερε το Βενιζέλο
της αμύνης το σκουφάκι
έφερε το Λευτεράκη…»

Υπόθεση οπισθόφυλλου:


Μετά την ΙΑΣΜΗ και την ΧΑΤΙΣΕ, η ΣΜΥΡΝΑ, το τελευταίο μέρος της τριλογίας ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, συνεχίζει το ταξίδι στην πρώτη ταραγμένη 25ετία του 20ου αιώνα. 

* Ο Πρώτος μεγάλος πόλεμος έχει τελειώσει. Οι Τούρκοι βρίσκονται με τη μεριά των ηττημένων και οι Ελληνες με τους νικητές.. Το μυθιστόρημα αναπλάθοντας την εποχή θα μας ταξιδέψει από τους μαχαλάδες της Κωνσταντινούπολης, τα πολυτελή κτίρια και ξενοδοχεία του Πέραν μέχρι τα café chantants, τα καμπαρέ και τα καταγώγια της κοσμοπολίτισσας Σμύρνης. Οι μουσικές της εποχής, το ragtime και το can can θα αναμειχτούν με την φωνή του Enrico Caruso, τους αμανέδες, τα πρώτα ρεμπέτικα και τα τραγούδια της εθνικής άμυνας. 
Από τους Βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο διωγμό των Μικρασιατών το ’14 μέχρι την κατοχή της Σμύρνης το ΄19, από τα χαρακώματα του 1ου Παγκόσμιου πολέμου μέχρι την προέλαση του Ελληνικού στρατού σχεδόν έξω από την Αγκυρα, ένας Ελληνας και ένας Τούρκος, ανυποψίαστοι για τους πιθανούς δεσμούς που μπορεί να τους δένουν, θα βρεθούν αντιμέτωποι στην δίνη της Μικρασιατικής εκστρατείας. Εχθροί τελικά ή φίλοι; Και ανάμεσά τους, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, μια κοκκινομάλλα λεβαντίνα η Σμύρνα… 

* Σμύρνα και Σμύρνη. Μια γυναίκα και μια πολιτεία «Σμύρνα, ετούτη η πόλη εν έχει αφεντικά! Εν είναι κανενός μας! Ετούτη είναι του κόσμου της, γι’ αυτόνε ζει, γι αυτόνε ανασαίνει! Αυτή εν ξεύρει από Έλληνες, Τούρκους Αρμένηδες για Λεβαντίνους» … «Είναι σαν εσένα! Σμύρνη αυτή, Σμύρνα εσύ. Όλους τους έχετε στα πόδια σας κι όλους τους κουλαντρίζετε. Όλοι θέλουνε να σας έχουνε μα αυτό που εν λογαριάζουνε εν πως εσείς εν θέλετε μόνο έναν!... Κοσμοπολίτες Σμύρνα! Αυτό είστενε κι εσύ και τούτη εδώ η πόλη!... Κοσμοπολίτες!»
*******

Βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο ΝΙΚΟΣ ΓΟΥΛΙΑΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Το 1980 αποφοίτησε από την Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Έργα του, ιδιωτικά και δημόσια, μικρά και μεγάλα, βρίσκονται υλοποιημένα σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο.
Μέχρι σήμερα έχει τιμηθεί με πολλά Πανελλήνια Αρχιτεκτονικά Βραβεία και Διακρίσεις, ενώ έργα του έχουν δημοσιευτεί σε αρχιτεκτονικά περιοδικά και βιβλία.
Βιβλία του συγτραφέα: ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ:ΙΑΣΜΗ, ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ: ΧΑΤΙΣΕ και ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ:ΣΜΥΡΝΑ



Δήμητρα Κωλέτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου