Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Το καπλάνι της βιτρίνας-Άλκη Ζέη


     «Το καπλάνι της βιτρίνας» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέης, γράφτηκε το 1963 όταν ήταν εξόριστη στη Μόσχα ως πολιτική πρόσφυγας, θεωρείτε αυτοβιογαφικό, το 1968 βραβεύτηκε στις ΗΠΑ ως το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο ενώ το 2007 πήρε το βραβείο Άντερσεν. 

      Πρωταγωνιστές του βιβλίο είναι δυο μικρές αδερφές, η Μυρτώ και η Μέλια, με την δεύτερη να μας αφηγείται την ιστορία του καπλανιού. Τι είναι τώρα το καπλάνι; Ένας βαλσαμωμένος τίγρης που έχει ένα μάτι μαύρο κι ένα μπλε, το μαύρο το ανοίγει, στην φαντασία των παιδιών, όταν είναι θυμωμένο ή για να προμηνύσει μια μεγάλη δυσάρεστη αλλαγή ενώ το μπλε στις μέρες της νηνεμίας, και βρίσκεται στην βιτρίνα της σάλας του σπιτιού τους. Το καπλάνι αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον ξάδελφο των κοριτσιών, τον Νίκο, που είναι φοιτητής στην Αθήνα και που κάθε καλοκαίρι τον περιμένουν μαζί με την παρέα φίλων στα τσαρδάκια του Λαμαγαρίου να γυρίσει στο νησί τους, στην Σαμο, και να τους διηγηθεί τις εμπνευσμένες ιστορίες του με πρωταγωνιστή το καπλάνι. 
     Αυτά το καλοκαίρι, γιατί τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου η ζωή των κοριτσιών κινείται γύρω από τους αρχαίους μύθους που τους διηγείται ο παππούς τους που αγαπά τους αρχαίους και τον αποκαλούν σοφό, κατά την διάρκεια της κατ' οίκον διδασκαλίας μιας και τα κορίτσια δεν πηγαίνουν σε δημόσιο σχολείο λόγω πληρότητας και σε ιδιωτικό λόγω υψηλών διδάκτρων. Τα βράδια πριν κοιμηθούν δεν λένε καληνύχτα η μία στην άλλη, το καληνύχτισμά τους είναι ένα κωδικοποιημένο νοιάξιμο: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; (Ευτυχισμένη; Λυπημένη;) ρωτά η μία την άλλη και όταν ο ψυχικός κόσμος της ερωτώμενης είναι ήρεμος και ικανοποιημένος απαντά ΕΥ-ΠΟ όταν είναι ανταριασμένος ΛΥ-ΠΟ.
     Η ανία τους πάει πάντα διακοπές το καλοκαίρι, τότε που οι μικρές πηγαίνουν να παραθερίσουν με τον παππού, την θεία Δέσποινα και την Σμηρνιά υπηρέτρια, την Σταματίνα, στην περιοχή του Λαμαγαρίου και συναντούν την παρέα τους όπου και χαίρονται το παιχνίδι, τη θάλασσα... Συναντούν και τον Νίκο που επιστρέφει στο νησί και τους παρασύρει στις ιστορίες του καπλανιού.

     Το καλοκαίρι όμως του 1936 δεν θα είναι ίδιο. Απέχει κατά πολύ από τα περασμένα ανέμελα καλοκαίρια. Τα κορίτσια θα μάθουν νέες λέξεις, θα κατανοήσουν την κάθε έννοια τους: Δικτατορία, Φασισμός. Ο Μεταξάς κηρύσσει στις 4 Αυγούστου Δικτατορία κι η παρέα του Λαμαγαρίου παίζει το παιχνίδι του καπλανιού: σημειώματα, κρησφύγετα για τον κυνηγημένο ξάδερφο, παραπλάνηση των Αρχών...
Εξώφυλλα ελληνικών & ξένων εκδόσεων
         Ο κόσμος των κοριτσιών αλλάζει άρδην.
     Το χειμώνα μάλιστα που θα πάνε, τελικά, σε ένα ιδιωτικό σχολείο η φασιστική Οργάνωση Νέων του Μεταξά που οργανώνεται στο σχολείο καθώς και οι διακρίσεις που υφίστανται οι συμμαθητές τους λόγω οικονομικής κατάστασης και πολιτικών φρονημάτων των γονιών τους θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην ζωή και στην διαμόρφωση του χαρακτήρα των κοριτσιών...

     Με ύφος απλό και γλώσσα άμεση, αθώα όπως και οι ήρωες του κειμένου, μα και χιουμοριστική η Άλκη Ζέη αποτυπώνει την εποχή και παρουσιάζει στους νέους ένα κομμάτι της Ιστορίας δίνοντας έμφαση σε λέξεις και έννοιες που πρωταγωνιστούσαν και που φυσικά είναι διαχρονικές. Η αγάπη, η αλληλεγγύη, η αθώα οπτική των παιδιών και η ατμόσφαιρα κυριαρχούν και μαγεύουν τον αναγνώστη!
     Επιλέξτε το για τα παιδιά σας! Είναι ωραίο να μαθαίνουν την Ιστορία μέσα από λογοτεχνικά βιβλία!



Βαθμολογία 5/5

Στοιχεία Βιβλίου:
Τίτλος: Το καπλάνι της βιτρίνας
Συγγραφέας: Άλκη Ζέη
Εκδ.: Μεταίμιο
Ημερ.Εκδ.: 02/06/2011
Σελ.:  224


Όμορφα αποσπάσματα:

Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:

- Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
- Φυσικά, καρύδια, απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.

Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.

- Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.

…Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…

Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες ... 
Τι όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;

****

- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
-ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

Δήμητρα Κωλέτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου